Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γρουσούζης

См. также в других словарях:

  • γρουσούζης — και γουρσούζης, α, ικο 1. ο δυσοίωνος, αυτός που φέρνει κακοτυχία 2. δύστροπος, κακορίζικος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. γουρσούζης < τουρκ. uğursuz «δυσοίωνος» γρουσούζης < γουρσούζης, με αντιμετάθεση] …   Dictionary of Greek

  • γρουσούζης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), βλ. γουρσούζης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Orestis Makris — Ορέστης Μακρής Born September 30, 1898 Chalcis, Greece Died January 29, 1975 …   Wikipedia

  • Giorgos Tzavellas — Giorgos Tzavellas, auch bekannt als George Tzavellas, Georges Tzavellas, Yiorgos Tzavellas oder Yorgos Javellas (griechisch Γιώργος Τζαβέλλας, * 1916 in Athen; † 18. Oktober 1976), war ein griechischer Filmregisseur, Drehbuch und… …   Deutsch Wikipedia

  • Макрис, Орестис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Макрис. Орестис Макрис греч. Ορέστης Μακρής Род деятельности: актер …   Википедия

  • γουρσούζης — βλ. γρουσούζης …   Dictionary of Greek

  • κακοπόδαρος — η, ο (Μ κακοπόδαρος, η, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακό ποδαρικό, γρουσούζης μσν. δυστυχής, άθλιος, κακοπαθημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ποδάρι] …   Dictionary of Greek

  • κακοσήμαδος — η, ο αυτός που προαναγγέλλει κάτι κακό, δυσοίωνος, βάσκανος, γρουσούζης («κακοσήμαδο πουλί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σημάδι] …   Dictionary of Greek

  • κατσικοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια κατσίκας, τραγοπόδαρος 2. (σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπων) αυτός που έχει πολύ ισχνές κνήμες 3. το αρσ. ως ουσ. ο κατσικοπόδαρος α) ο καλικάντζαρος β) ο διάβολος 4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κατσικοπόδαρος, η… …   Dictionary of Greek

  • Μακρής, Ορέστης — (Χαλκίδα 1899 – Αθήνα 1975). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας από την οποία μεταπήδησε στην επιθεώρηση. Στη δεκαετία του 1950 πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ελληνικές κινηματογραφικές… …   Dictionary of Greek

  • γουρσούζης, -α, ικο — και γρουσούζης, α, ικο αυτός που έχει ή φέρνει κακοτυχία (αντίθ. γουρλής):Το αυτοκίνητο που αγόρασα ήταν γουρσούζικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»