-
1 γραφειοκρατικός
[графиократикос] εκ. бюрократический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γραφειοκρατικός
-
2 бюрократический
-
3 бюрократический
бюрократ||и́ческийприл γραφειοκρατικός. -
4 казенный
казен||ныйприл1. δημόσιος, τοῦ δημοσίου (ταμείου), τοῦ κράτους:\казенныйное иму́-щество ἡ περιουσία τοῦ δημοσίου (или κράτους)· на \казенный счет μέ δξοδα τοῦ δημοσίου (или τοῦ κράτους)·2. (бюрократический) γραφειοκρατικός:\казенныйное отношение к чему-л. γραφειοκρατική ἀντιμετώπιση·3. (стереотипный, банальный) στερεότυπος, τετριμμένος:\казенный язык ἡ πεζολογία· \казенныйные фразы οἱ κοινοτοπίες· ◊ \казенныйная часть (оружия) τό κλείστρο. -
5 бумажный
бумажный 1επ.1. χάρτινος, χαρτένιος•-ые салфетки χαρτοπετσετάκια.
|| χαρτικός, του χαρτιού•-ое производство η χαρτοπαραγωγή,
2. μτφ. που υπάρχεει μόνο στα χαρτιά•демократия действительная, а не -ая δημοκρατία πραγματική κι όχι στα χαρτιά.
3. γραφειοκρατικός•-ая волокита γραφειοκράτης.
εκφρ.бумажный тигр – χάρτινη τίγρη•- ые деньги – τα χαρτονομίσματα.бумажный 2επ.βαμβακερός•-ая ткань βαμβακερό ύφασμα.
-
6 бюрократический
επ.γραφειοκρατικός. -
7 казённый
επ.1. κρατικός, δημόσιος•-ые деньги χρήματα του δημοσίου•
-ое здание δημόσιο κτίριο•
-ое имущество περιουσία του δημοσίου•
на казённый счёт με έξοδα του κράτους•
-воспитанник υπότροφος μαθητής•
-ое пособие κρατικό βοήθημα.
2. γραφειοκρατικός, επιφανειακός, τυπικός•казённый подход к делу γραφειοκρατική αντιμετώπιση του ζητήματος.
|| κοινός, στερεότυπος, τετριμμένος, ρουτινιέρικος.εκφρ.- ые крестьяне – κρατικοί αγρότες (στη Ροσία τον 18-19 αι.)• казённая винная лавка βλ. казёнка. -ая палата εφορειακό κατάστημα• εφορεία εισπράξεων του κυβερνείου•- ая часть – το κλείστρο όπλου.
См. также в других словарях:
γραφειοκρατικός — ή, ό ο σχετικός με τη γραφειοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. bureaucratique < bureaucrate (πρβλ. γραφειοκράτης) ή < bureau «γραφείο» + cratique (< κράτος). Η λ. γραφειοκρατικός μαρτυρείται από το 1876 στον… … Dictionary of Greek
γραφειοκρατικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη γραφειοκρατία: Γραφειοκρατικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Μαρία Θηρεσία — I (Maria Theresia, Βιέννη 1717 – 1780). Αυτοκράτειρα της Αυστρίας (1745 80), βασίλισσα της Ουγγαρίας και της Βοημίας (1740 80). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ’ και έλαβε επιμελημένη μόρφωση. Αν και γυναίκα, απέκτησε δικαιώματα στον θρόνο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek