Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γρανιτένιος

См. также в других словарях:

  • γρανιτένιος — ια, ιο ο γρανιτώδης …   Dictionary of Greek

  • γρανιτένιος, -ια, -ιο — 1. από γρανίτη, όμοιος με γρανίτη. 2. μτφ., σταθερός, άκαμπτος: Έχει γρανιτένια θέληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρανιτώδης, -ης, -ες — γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. γρανιτένιος. 2. σκληρός, ανθεκτικός: Ο λαός πρόβαλε γρανιτώδη αντίσταση στον εχθρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»