Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γραμματοκιβώτιο

  • 1 γραμματοκιβώτιο

    [грамматокивотио] ουσ. о. почтовый ящик,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γραμματοκιβώτιο

  • 2 ящик

    το κιβώτι/ο, το κουτί, το κύτιο, разг. η κούτα
    укладывать товар в - и τοποθετώ/βάζω το εμπόρευμα σε - α
    воздушный (спасательной шлюпки) - αέρος, ο θάλαμος αέρος
    канатный - мор. см. цепной -
    кингстонный мор. - θαλάσσης
    отливной мор. - εξαγωγής
    почтовый - (домашний для получения почты или на улице для отправления писем) το γραμματοκιβώτιο
    распределительный эл. - διανομής
    цепной - το φρεάτιο αλύσεως, разг. το στρίτσιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ящик

  • 3 почтить

    почтить εκτιμώ· \почтить (чью-л. память) вставанием εκτιμώ (κάποιον) με ορθοστασία почтовый ταχυδρομικός*\почтитьая марка το γραμματόσημο·\почтитьящик το γραμματοκιβώτιο
    * * *

    почти́ть (чью-л. па́мять) встава́нием — εκτιμώ (κάποιον) με ορθοστασία

    Русско-греческий словарь > почтить

  • 4 почтовый

    почто́вая ма́рка —το γραμματόσημο

    почто́вый я́щик — το γραμματοκιβώτιο

    Русско-греческий словарь > почтовый

  • 5 опускать

    опускать
    несов
    1. κατεβάζω, χαμηλώνω (μετ.), ἀφήνω νά πέσει / ὑποστέλλω (флаг, парус)/ ξεσφίγγω, χαλαρώνω (поводья):
    \опускать глаза χαμηλώνω τό βλέμμα· \опускать голову κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό κεφάλι μου· \опускать ру́ки а) κατεβάζω τά χέρια, б) перен παραλύω, χάνω τό κουράγιο μου· \опускать письмо ρίχνω τό γράμμα στό γραμματοκιβώτιο· \опускать занавес κλείνω τήν αὐλαία, κλείνω τό παραπέτασμα· \опускать в могилу βάζω στόν τάφο, ἐνταφιάζω·
    2. (откидывать) χαμηλώνω (μετ.), φέρω κάτω:
    \опускать воротник κατεβάζω τόν γιακά·
    3. (делать пропуск) παραλείπω, ἐξαιρώ:
    \опускать подробности в рассказе παραλείπω τίς λεπτομέρειες.

    Русско-новогреческий словарь > опускать

  • 6 почтовый

    почтов||ый
    прил ταχυδρομικός:
    \почтовыйое отделение τό ταχυδρομικό γραφείο, τό ταχυδρομείο[ν], ἡ πόστα· \почтовый перевод τό ταχυδρομικόν Εμβασμα, ἡ ἐπιταγή· \почтовый ящик τό γραμματοκιβώτιο[ν]· \почтовыйая марка τό γραμματόσημο[ν]· \почтовыйая карточка τό ταχυδρομικόν δελτάριο, ἡ κάρτ-ποστάλ.

    Русско-новогреческий словарь > почтовый

  • 7 ящик

    ящик
    м τό κιβώτιο[ν], ἡ κάσα, τό κα-σόνι, ἡ κασέλα/ τό κουτί (маленький)/ ἡ σκευοθήκη (с перегородками)/ τό συρτάρι (выдвижной):
    почтовый \ящик τό γραμματοκιβώτιο· ◊ зарядный \ящик воен. τό βλητόρον сыграть в \ящик разг τά τινάζω· откладывать в долгий \ящик βάζω στό χρονοντούλαπο.

    Русско-новогреческий словарь > ящик

  • 8 для

    πρόθ. με γεν.
    1. για, δια•

    для детей για τα παιδιά•

    для взрослых για τους ενήλικους.

    || υπέρ, χάριν•

    для бедных για τους φτωχούς, υπέρ των φτωχών•

    я это делаю только для вас αυτό το κάνω μόνο για (χάριν) εσάς•

    каждый -себя καθένας για τον εαυτό του.

    2. (σκοπό), προορισμό) για, δια•

    всё для победы Ολα για τη νίκη•

    для нажива για το κέρδος•

    альбом для рисования τετράδιο ιχνογραφίας•

    ящик для писем γραμματοκιβώτιο•

    книга для детей παιδικό βιβλίο.

    3. όσον αφορά, ως προς•

    вредно для детей είναι βλαβερό για τα παιδιά•

    полезно здоровья είναι ωφέλιμο για την υγεία•

    для меня время дорого για μένα ο χρόνος είναι πολύτιμος.

    4. με την ευκαιρία•

    угостить- праздника κερνώ για τη γιορτή.

    εκφρ.
    для радиβλ. для; не для чего δεν υπάρχει λόγος για να•
    не для чего торопиться – δεν υπάρχει λόγος για να βιαστώ.

    Большой русско-греческий словарь > для

  • 9 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

  • 10 очистить

    очищу, очистишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καθαρίζω, παστρεύω•

    очистить двор καθαρίζω την αυλή•

    очистить сапоги от грязи καθαρίζω τις μπότες από τις λάσπες•

    очистить дно бассеина καθαρίζω τον πυθμένα της δεξαμενής.

    || κάνω τι διαυγές. || μτφ. απαλλάσσω•

    очистить язык от излишних иностранных слов καθαρίζω τη γλώσσα από τις περισσές ξένες λέξεις.

    || μτφ. εξαγνίζω.
    2. ξεφλουδίζω απολεπίζω αφαιρώ το τσόφλι.
    3. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση (από τους ανίκανους, ανεπιθύμητους κ.τ.τ.). || εγκαταλείπω• αδειάζω•

    жильцы -ли квартиру οι ενοικιαστές μας άδειασαν το διαμέρισμα.

    4. τρώγω, αδειάζω•

    он -ил две тарелки кашу αυτός καταβρόχθισε δυο πιάτα κουρκούτι.

    || εκκενώνω•

    очистить почтовый ящик αδειάζω το γραμματοκιβώτιο.

    5. (απλ.) κατακλέβω.
    6. παλ. απαλλάσσω (από χρέη).
    1. καθαρίζω, καθαρίζομαι•

    спирт -лся το οινόπνευμα καθάρισε (έγινε διαυγές)•

    воздух -лся ο αέρας καθάρισε•

    нбо -лось ο ουρανός (ξε)καθάρισε.

    || μτφ. αποκαθαίρομαι, εξαγνίζομαι.
    2. παλ. μένει κέρδος, όφελος.

    Большой русско-греческий словарь > очистить

  • 11 почтовый

    επ.
    ταχυδρομικός•

    -ое отделение ταχυδρομικός τομέας ή τμήμα•

    -ые марки τα γραμματόσημα•

    почтовый служащий ταχυδρομικός υπάλληλος•

    почтовый ящик γραμματοκιβώτιο•

    -ая карета ταχυδρομικό αμάξι•

    -ая карточка ταχυδρομικό δελτάριο•

    -ая бумага επιστολικός χάρτης (επιστολόχαρτο)•

    -ая контора το ταχυδρομείο (τα γραφεία).

    ουσ. -ые κ. -ые παλ. τα ταχυδρομικά άλογα.

    Большой русско-греческий словарь > почтовый

  • 12 ящик

    α.
    κιβώτιο, κάσα, κασόνι, κουτί; συρτάρι•

    почтовый ящик το γραμματοκιβώτιο•

    денежный ящик χρηματοκιβώτιο•

    железный ящик σιδερένιο κιβώτιο•

    деревянный ящик ξύλινο κιβώτιο.

    Большой русско-греческий словарь > ящик

См. также в других словарях:

  • γραμματοκιβώτιο — το 1. κιβώτιο στο ταχυδρομείο ή σε κεντρικά σημεία τής πόλης στο οποίο ρίχνονται επιστολές για ταχυδρόμηση 2. κιβώτιο στην είσοδο σπιτιών ή γραφείων στο οποίο ο ταχυδρόμος ρίχνει τις επιστολές για τους ενοίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) +… …   Dictionary of Greek

  • γραμματοκιβώτιο — το 1. κιβώτιο τοποθετημένο σε διάφορα σημεία, για να ρίχνει κανείς τα γράμματα που θέλει να ταχυδρομήσει. 2. κιβώτιο στις εισόδους των σπιτιών, στο οποίο ο ταχυδρόμος ρίχνει τα γράμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… …   Dictionary of Greek

  • Γκαβαρνί, Πολ — (Paul Gavarni, Παρίσι 1804 – 1866). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σχεδιαστή και λιθογράφου Γκιγιόμ Σιλπίς Σεβαλιέ (Chevalier), που το χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε ορισμένα σχέδια της σειράς Ενδυμασίες των Πυρηναίων (1827 28), προϊόν ενός… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονικό ταχυδρομείο — (e mail). Πρόκειται για ένα σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων και αρχείων σε ηλεκτρονική μορφή μέσω υπολογιστών ευρισκομένων σε τοπικά ή ευρείας περιοχής δίκτυα. Η μεγάλη διάδοση και χρήση του Ίντερνετ βοήθησε πολύ στην καθιέρωση του η.τ., καθώς δίνει …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρομώ — ταχυδρόμησα, ταχυδρομήθηκα, και ταχυδρομίζω ταχυδρόμισα, στέλνω κάτι με το ταχυδρομείο, ρίχνω επιστολή στο γραμματοκιβώτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»