-
1 γραμματικός
[грамматикос] εκ. грамматический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γραμματικός
-
2 грамматический
грамма́т||и́ческийприл γραμματικός, της γραμματικής:\грамматическийи́ческие ошибки τά γραμματικά λάθη. -
3 самопрограммирующий
самопрограммирующийприл αὐτοπρο-γραμματικός, αὐτοπρογραμματίζων. -
4 буквенный
επ.γραμματικός, με γράμματα•-ое обозначение γραμματική παράσταση.
-
5 входящий
επ. κ. ουσ. από μτχ. εισερχόμενος•-ая почта τα εισερχόμενα έγγραφα•
секретарь отличает -ую от исходящей ο γραμματικός ξεχωρίζει τα εισερχόμενα από τα εξερχόμενα (έγγραφα).
-
6 грамматический
επ.γραμματικός•-ие правила οι κανόνες της γραμματικής•
-ая ощй6-ка ορθογραφικό λάθος.
-
7 канцелярист
-а α.γραφιάς, γραμματικός. || μτφ γραφειοκράτης, φορμαλιστής, τυπολάτρης. -
8 мирза
-ы θ.1. τίτλος περσικός.2. τιμητική ονομασία δημ. υπαλλήλων και θεολόγων.3. γραμματικός, γραφιάς. -
9 непременный
επ., βρ: -мнен, -мнна, -о1. απαραίτητος•-ое условие απαραίτητος όρος.
2. μόνιμος•непременный член комиссии μόνιμο μέλος επιτροπής•
непременный секретарь μόνιμος γραμματικός•
непременный заседатель μόνιμος σύνεδρος.
-
10 письмоводитель
-я α. παλ.διεκπεραιωτής επιστολών γραμματικός. -
11 секретарь
-я α. -рша, -и θ.1. ο, η γραμματέας, γραμματικός•личный секретарь ο ιδιαίτερος γραμματέας.
|| πρακτ ικογράφος•секретарь суда πρακτ ικογράφος του δικαστηρίου.
2. εκλεγμένος καθοδηγητής•секретарь партийного бюро γραμματέας του κομματικού γραφείου.
3. ο επικεφαλής•редакции газеты ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας.
εκφρ.государственный секретарь – υπουργός των εξωτερικών των ΗΠΑ•учёный секретарь – γραμματέας επιστημονικού ιδρύματος. -
12 усидеть
усижу, усидишь ρ.σ.1. κάθομαι, κρατιέμαι στη θέση μου•едва он -ел от боли αυτός μόλις μπόρεσε να κρατηθεί στη θέση του από τον πόνο.
2. παραμένω•ни одного дня не могу усидеть дома ούτε μια μέρα δεν μπορώ να κα-θήσω στο σπίτι•
секретарь -ел, несмотря на изменения ο γραμματικός παρέμεινε στη θέση του, παρά τις αλλαγές.
3. и- (απλ.) βλ. засидеть.4. и- (απλ.) κάθομαι για φαγητόήγια πιοτό• τρώγω• πίνω• κατεβάζω. -
13 формальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. τυπικός.2. γινόμενος κατά τους τύπους. || επιβαλλόμενος από συνήθεια ή κανονισμό. || για το θεαθήναι.3. φορμαλιστικός.4. (γλωσ.) κλιτός, τυπικός, γραμματικός•-ое значение слова η γραμματική σημασία της λέξης.
5. βλ. форменный (3 σημ.).εκφρ.- ая логика – τυπική λογική.
См. также в других словарях:
γραμματικός — knowing one s letters masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 28 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένης. * * * ή, ό (AM γραμματικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γράμματα ή στη γραμματική («γραμματικοί κανόνες», «γραμματικές παρατηρήσεις»,… … Dictionary of Greek
γραμματικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη γραμματική: Γραμματικοί κανόνες. 2. ως ουσ., γραμματικός αυτός που ασχολείται με τα γράμματα και τα μνημεία του πνεύματος: Αρκετοί γραμματικοί της αρχαιότητας άφησαν σημαντικά συγγράμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γραμματικός, Αθανάσιος — (18ος αι.).Εθνικός αγωνιστής. Ο Γ. καταγόταν από τη Μουσουνίτσα της Παρνασσίδας και αρχικά αγωνίστηκε στο σώμα του αρματολού Κωνσταντάρα. Όταν πέθανε ο τελευταίος, συγκρότησε δικό του σώμα που έδρασε κυρίως στην Παρνασσίδα και στη Δωρίδα. Λέγεται … Dictionary of Greek
Γραμματικός, Νίκος — (Σαλαμίνα 1963 –).Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από τους πιο παραγωγικούς δημιουργούς της γενιάς του, ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με τα μικρού μήκους φιλμ Μακρόθεν και Επικίνδυνη Ζώνη (1987 και 1988, αντίστοιχα) για να συνεχίσει με… … Dictionary of Greek
Σάξων ο Γραμματικός — (Saxo Gramma licus). Δανός ιστορικός (; 1150 περίπου ; μετά το 1216). Εκκλησιαστικός στην υπηρεσία του επίσκοπου Άμπσαλον, επιφορτίστηκε απ’ αυτόν να γράψει μια ιστορία της Δανίας. Η Ιστορία των Δανών (Gesta Danorum) είναι γραμμένη σε μια πομπώδη … Dictionary of Greek
γραμματικά — γραμματικός knowing one s letters neut nom/voc/acc pl γραμματικά̱ , γραμματικός knowing one s letters fem nom/voc/acc dual γραμματικά̱ , γραμματικός knowing one s letters fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικώτερον — γραμματικός knowing one s letters adverbial comp γραμματικός knowing one s letters masc acc comp sg γραμματικός knowing one s letters neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικωτάτω — γραμματικός knowing one s letters masc/neut nom/voc/acc superl dual γραμματικός knowing one s letters masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικῶν — γραμματικός knowing one s letters fem gen pl γραμματικός knowing one s letters masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικόν — γραμματικός knowing one s letters masc acc sg γραμματικός knowing one s letters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)