-
1 γρήγορος
[фигорос] εκ. быстрый, скорый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γρήγορος
-
2 скорый
1. (совершающийся с большой скоростью) γοργόςγρήγορος2. (способный к быстрым движениям или действиям) ταχύςγρήγοροςγοργός3. (протекающий в короткий срок) σύντομοςπροσεχής4. (такой, который должен наступить, спустя недолгий срок) σύντομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скорый
-
3 быстрый
-
4 скорый
скорый 1) (быстрый) γρήγορος, ταχύς 2) (близкий по времени) σύντομος, προσεχής; в \скорыйом времени σύντομα, σε λίγο ( καιρό); в \скорыйом будущем προσεχώς ◇ до \скорыйого свидания! καλή αντάμωση!* * *1) ( быстрый) γρήγορος, ταχύς2) ( близкий по времени) σύντομος, προσεχήςв ско́ром вре́мени — σύντομα, σε λίγο (καιρό)
в ско́ром бу́дущем — προσεχώς
••до ско́рого свида́ния! — καλή αντάμωση!
-
5 беглый
επ.1. σκαστός, φευγάτος, δραπετεύσας, αποδράσας.ουσ. δραπέτης, φυγάς.2. ταλαντεύαμενος• αεικίνητος. || φευγαλέος, γρήγορος, πεταχτός.3. ελεύθερος, γρήγορος, γοργός απρόσκοπτος, ευχερής.εκφρ.- ые гласные – εξαφανιζόμενα και εμφανιζόμενα φωνήεντα: ονομ. лоб, γεν. лба, αιτ. лоб; беглый огонь συχνοί, σκόρπιοι πυροβολισμοί. -
6 летучий
-ая, -ееεπ., βρ: -туч, -а, -е.1. ιπτάμενος, πετάμενος. || ικανός για πτήση. || γρήγορος• ασταθής, μη μόνιμος.2. μτφ. φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος.3. πεταχτός, γρήγορος, που γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορα (για συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.).4. πτητικός•-ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.
εκφρ.- ая мышь – α) νυχτερίδα, β) φορητή λάμπα πετρελαίου•- ая почта – προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)•- ая рыба – εξώκοιτος (ψάρι). -
7 скорый
επ., βρ: скор, -а, -о.1. ταχύς, γοργός, γρήγορος•скорый шаг γοργό βήμα•
-ое движение γρήγορη κίνηση•
скорый поезд ταχεία αμαξοστοιχία•
он скор на работе αυτός είναι γρήγορος στη δουλειά (δουλεύει γρήγορα).
|| ανυπόμονος, βιαστικός.2. προσεχής, σύντομος•в -ом времени σύντομα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγο;•
до -го свидания γρήγορα ν' ανταμώσουμε.
εκφρ.- ая помощь – α) πρώτη ιατρική βοήθεια, β) το αυτοκίνητο της υγιεινής περίθαλψης ή των πρώτων βοηθειών; скорый κ. скор на ногу ελαφροπόδαρος, γοργοπόδαρος: скорый κ. скор на руку απλ. α) σβέλτος στη δουλειά, β) καβγατζής•на -ую руку – στα πρόχειρα, στα γρήγορα, στα πεταχτά. -
8 частый
επ., част, -а, -о.1. πυκνός•частый гребень πυκνό χτένι•
-ая изгородь πυκνός φράχτης•
частый лес πυκνό δάσος•
-ое сито πυκνή σίτα.
|| συνεχής•частый дождь συνεχής βροχή.
2. γρήγορος, γοργός, ταχύς•частый пульс γρήγορος σφυγμός•
частый ритм γοργός ρυθμός.
3. συχνός•-ые посещения συχνές επισκέψεις•
-ые встречи συχνές συνάντησεις.
-
9 короткий
1. (по длине) κοντός, βραχύς 2. (по времени) σύντομος, μικρός 3. (немногословный, краткий) σύντομος 4 (быстрый, решительный) γρήγορος, απότομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > короткий
-
10 подвижной, подвижный
1. (способный двигаться, перемещающийся) κινητός, κινούμενος 2. (отличающийся живостью, быстротой движений) ευκίνητος, κινητικός, γρήγορος, ζωηρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подвижной, подвижный
-
11 скоростной
1. (регулирующий скорость) της ταχύτητας 2. (совершаемый с большой скоростью) της μεγάλης ταχύτηταςμε μεγάλη ταχύτητα3. (связанный с высокими темпами работы) ταχύςγρήγοροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скоростной
-
12 учащённый
πιο συχνός, πιο ταχύς. - пульс η ταχυπαλμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > учащённый
-
13 частый
1. (густой, плотный, сплошной) πυκνός 2. (состоящий из быстро следующих один за другим моментов, движений и т.п.) συχνόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > частый
-
14 быстродействующий
быстро||действующийприл γρήγορος, δραστήριος, σβέλτος. -
15 быстрый
быстрыйприл γρήγορος, ταχύς, γοργός. -
16 поворотливый
поворо́тлив||ыйприл σβέλτος, εὐστροφος, εὐκίνητος, γρήγορος. -
17 проворный
проворныйприл σβέλτος, ἐπιδέξιος, γρήγορος, ζωηρός. -
18 прыткий
прытк||ийприл разг σβέλτος, γρήγορος. -
19 резвый
резв||ыйприл ζωηρός, γρήγορος, σερπετός/ σβέλτος (быстрый в беге). -
20 скоростной
скоростнойприл ἐπιταχυντικός:\скоростной метод ὁ ἐπιταχυντικός (или γρήγορος) τρόπος· \скоростной самолет τό ταχυκίνητο ἀεροπλάνο.
См. также в других словарях:
γρήγορος — η, ο επίρρ. α γοργός, σβέλτος: Έχω ένα γρήγορο άλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek
ποδώκης — ες, Α 1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια (α. «ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο», Ομ. Ιλ. β. «ἄνθρωποι ποδώκεις καὶ ψιλοί», Θουκ.) 2. ταχύς, γρήγορος («ποδῶκες ὄμμα», Αισχύλ.) 3. ορμητικός, βίαιος («ποδώκεα τρόπον» Τραγ.… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
ελαχύς — ἐλαχύς, ἐλάχεια, ἐλαχύ (Α) 1. λίγος 2. μικρός 3. βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο επίθετο ελαχύς από IE *lnghw u , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lengwh «ευκίνητος και ελαφρός», αντιστοιχεί ακριβώς προς αρχ. ινδ. langhu, raghu «γρήγορος, ελαφρός»,… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
πλαγιοτροχασμός — ο, Ν (για άλογο) γρήγορος βηματισμός που εκτελείται σε δύο χρόνους και κατά τον οποίο το άλογο σηκώνει εναλλάξ τα σύστοιχα πόδια, δηλ. το πρόσθιο και το οπίσθιο, ενώ ταυτόχρονα πατάει τα άλλα δύο πόδια του στο έδαφος, ο πλαγιοδιποδισμός, κν.… … Dictionary of Greek
ωκυτόκος — ο / ὠκυτόκος, ον, ΝΑ (λόγιος τ.) αυτός που γεννά εύκολα αρχ. 1. (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό 2. (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις γύρω περιοχές εύφορες, γόνιμες 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκον ο εύκολος, γρήγορος … Dictionary of Greek
ωκύς — εῑα, ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ (ιδίως ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πτηνό) ταχύπτερος 2. (για πλοίο) ταχύπλοος 3. (για βέλος) ὠκύπορος* 4. οξύς («ὠκὺ… … Dictionary of Greek
εύστροφος — η, ο επίρρ. α 1. ευκίνητος, γρήγορος, ευλύγιστος, σβέλτος. 2. μτφ., έξυπνος, γρήγορος στη σκέψη και στην αντίληψη: Εύστροφο μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)