Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γουστάρω

  • 1 γουστάρω

    [густаро] р. любить, чувствовать расположение,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γουστάρω

  • 2 облюбовать

    -бую, -буешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облюбованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. γουστάρω, βρίσκω του γούστου μου, μου αρέσει• διαλέγω, εκλέγω βάνω στο μάτι.

    Большой русско-греческий словарь > облюбовать

  • 3 по-моему

    επίρ.
    κατ εμένα, κατά τη γνώμη μου•

    по-моему он по-моему прав κατά τη γνώμη μου αυτός έχει δίκιο.

    || κατά το εγώ μου, όπως εγώ θέλω ή γουστάρω.

    Большой русско-греческий словарь > по-моему

  • 4 себе

    (μόριο άτονο)• χρησιμοποιείται με ρήμα ή αντωνυμία με σημ. ελεύθερα, όπως θέλω, όπως μου αρέσει, όπως γουστάρω.
    εκφρ.
    ничего себе – α) βλ. ничего (1 σημ.). β) άσχημα (με σημ. αγανάκτησης).

    Большой русско-греческий словарь > себе

  • 5 уважать

    ρ.δ.μ.
    1. σέβομαι, εκτιμώ• υπολήπτομαι•

    уважать стариков σέβομαι τους γέροντες•, уважать чьи-н. заслуги εκτιμώ τις υπηρεσίες κάποιου.

    2. (απλ.) αγαπώ, γουστάρω, προτιμώ. || εκτιμιέμαι, υπολήπτομαι, είμαι σεβαστός.

    Большой русско-греческий словарь > уважать

  • 6 улыбаться

    -аюсь, -аешься
    ρ.δ.
    1. χαμογελώ, μειδιώ•

    приветливо улыбаться φιλόφρονα χαμογελώ•

    лукаво улыбаться χαμογελώ πονηρά•

    весело улыбаться χαρούμενα χαμογελώ•

    злобно улыбаться χαιρέκακα χαμογελώ•

    иронически улыбаться ειρωνικά χαμογελώ•

    губы его -лись τα χείλη του χαμογελούσαν.

    2. ευνοώ•

    судьба ему -лась η τύχη τού χαμογελούσε•

    жизнь ей -лась η ζωή της χαμογελούσε.

    3. μτφ. αρέσω, γουστάρω, με κολακεύει•

    эта работа мне не -ется αυτή η δουλειά δε μου αρέσει (δε με κολακεύει).

    Большой русско-греческий словарь > улыбаться

См. также в других словарях:

  • γουστάρω — γουστάρω, γούσταρα και γουστάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γουστάρω — (λ. ιταλ.), γούσταρα και γουστάρισα 1. επιθυμώ κάτι: Γουστάρω να φάω μια σοκολάτα. 2. με ευχαριστεί, μου αρέσει: Γουστάρω να πηγαίνω σ’ αυτό το εστιατόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουστάρω — 1. επιθυμώ κάτι 2. θεωρώ κάποιον ευχάριστο 3. διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gustare] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»