-
1 Fierce-looking
adj.P. and V. γοργός (Xen.), V. γοργωπός, γοργώψ, δεινώψ, ἀγριωπός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fierce-looking
-
2 Grim
adj.Of appearance: P. and V. σκυθρωπός, γοργός (Xen.), V. στυγνός, δύσχιμος, γοργώψ, γοργωπός; see also Fierce.Alarming: P. and V. δεινός.Determined: P. and V. αὐθάδης, σκληρός.Of things: P. ἰσχυρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grim
-
3 Grisly
adv.P. and V. δεινός, φοβερός, γοργός (Xen.), V. δύσχιμος, γοργώψ, γοργωπός.Fierce: P. and V. ἄγριος, V. ἀγριωπός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grisly
См. также в других словарях:
γοργώψ — ( ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α) 1. ο γοργωπός 2. θηλ. γοργῶπις, η επίθετο τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + ωψ, ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)] … Dictionary of Greek
γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… … Dictionary of Greek
garǝĝ - — garǝĝ English meaning: grim, grievous Deutsche Übersetzung: “grauenvoll; Grauen” Material: Arm. karcr “hard”, karcem “I dread, believe”; Gk. γοργός “ grim, fierce, terrible , wild”, Γοργώ “bugbear, spectre, bogeyman”, γοργου̃σθαι … Proto-Indo-European etymological dictionary