-
1 γνησιότητα
[гнисиотита] ουσ. θ. подлинность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γνησιότητα
-
2 полноценность
-и θ.έννομη αξία χρυσού ή αργύρου• γνησιότητα•полноценность монеты η γνησιότητα του νομίσματος.
-
3 подлинность
η αυθεντικότητα, η γνησιότητα-ый αυθεντικός, γνήσιοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подлинность
-
4 подлинность
подлинн||остьж ἡ αὐθεντικότητα [-ης], ἡ γνησιότητα [-ης], τό ἀξιόπιστον. -
5 достоверность
-ив. το αξιόπιστο, αυθεντικότητα, εγκυρότητα• γνησιότητα•проверить достоверность сведений ελέγχω την εγκυρότητα των πληροφοριών.
-
6 истина
-ы θ.1. αλήθεια•скрывать -у κρύβω την αλήθεια•
совершенная истина καθαρή αλήθεια•
избитая истина κοινή (τετριμμένη) αλήθεια.
|| γνησιότητα, αληθοσύνη, αληθότητα.2. (φιλσ.) πραγματικότητα, πραγματική ύπαρξη•объективная « η αντικειμενική πραγματικότητα.
εκφρ.святая истина – γνήσια αλήθεια•во —у{клм\а. – κ. ρητορ.) πραγματικά•во -у прекрасная женщина – πραγματικά ωραιότατη γυναίκα. -
7 истинность
-и θ.αλήθεια, αληθότητα, αληθοσύνη, γνησιότητα. -
8 подлинность
-и θ.γνησιότητα, το γνήσιο• αυθεντικότητα. -
9 пуризм
-а α.υπερκαθαρολογία, ακριβολογία, επιτήδευση ορθολογίας. || καθαρότητα, γνησιότητα του καθαρού λόγου..
См. также в других словарях:
γνησιότητα — η 1.η νομιμότητα: Έκαναν εξετάσεις για να διαπιστωθεί η γνησιότητα του παιδιού. 2. η αγνότητα, η αυθεντικότητα, η πιστότητα: Πρέπει να εξετάσουμε τη γνησιότητα της υπογραφής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνησιότητα — η (AM γνησιότης) [γνήσιος] 1. (για παιδιά) το να προέρχονται από νόμιμο γάμο 2. η αυθεντικότητα 3. η ευθύτητα, η ειλικρίνεια … Dictionary of Greek
γνησιότητα — γνησιότης legitimate birth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Επιστολαί προς Τιμόθεον — Δύο επιστολές που σώζονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης και χαρακτηρίζονται ποιμαντορικέςποιμαντικές, εξαιτίας του ποιμαντορικού τους περιεχομένου. Είναι πολύτιμες, όχι μόνο από θεολογικής άποψης, καθώς περιέχουν σπουδαιότατες ποιμαντορικές… … Dictionary of Greek
Ιεζεκιήλ — (περ. 620 π.Χ. – ;). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο τρίτος από τους μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και ήταν γιος του Βουζεί. Γύρω στο 597 π.Χ. αιχμαλωτίστηκε από τον Ναβουχοδονόσορ μαζί με τον βασιλιά Ιωακείμ… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Τάχα, Χουσεΐν — (1889 – 1973). Κορυφαίος Αιγύπτιος συγγραφέας. Γεννήθηκε στο χωριό Μαγάγα της Αιγύπτου και σε ηλικία 2 χρόνων έμεινε τυφλός, χωρίς όμως ούτε το μειονέκτημα αυτό, ούτε η ταπεινή καταγωγή του να τον εμποδίσουν να σπουδάσει στη θεολογική σχολή Αλ… … Dictionary of Greek
CONSTANTINUS I — I. CONSTANTINUS I. Magnus, Constantii Chlori Caesaris et Helenae fil. Crispi et Minerviae pater, dein Faustae, filiae Maximiniani Herc. Maritus. A Galerio, Romae in vinculis detentus, inde feliciter evasit in Britanmam, ubi Imperator proclamatus… … Hofmann J. Lexicon universale
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek