-
1 γλωττοποιεω
См. также в других словарях:
γλωττοποιεῖν — γλωττοποιέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γλωττοποιεω
γλωττοποιεῖν — γλωττοποιέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)