Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γλυπτός

См. также в других словарях:

  • γλυπτός — fit for carving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτός — ή, ό (AM γλυπτός, ή, όν) [γλύφω] 1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός 2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής μσν. τορνευτός, καλοφτιαγμένος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά τα λατομεία …   Dictionary of Greek

  • γλυπτός, -ή — ό 1. ο σκαλισμένος, ο λαξευμένος: Γλυπτός διάκοσμος. 2. το ουδ. ως ουσ., γλυπτό έργο γλυπτικής: Τα γλυπτά του Παρθενώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυπτά — γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc pl γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc/acc dual γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτόν — γλυπτός fit for carving masc acc sg γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτοῖς — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτοῖσι — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτοί — γλυπτός fit for carving masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτοῦ — γλυπτός fit for carving masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτούς — γλυπτός fit for carving masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτῆς — γλυπτός fit for carving fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»