-
1 γλυπτός
[глиптос] еж. изваянный, высеченный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γλυπτός
-
2 резной
резн||ойприл γλυπτός, σκαλιστός:\резнойа́я работа τά γλυπτά, τά σκαλιστά, τά ἀνάγλυφα. -
3 резной
[ριζνόΐ] εκ. γλυπτός -
4 резной
[ριζνόϊ] επ γλυπτός -
5 резной
επ.γλυπτός, σκαλιστός•-ая работа σκαλιστό έργο.
-
6 резьбовой
επ.1. γλυπτός, σκαλιστός.2. ελικοειδούς εγκοπής• σπειροειδούς εντομής.
См. также в других словарях:
γλυπτός — fit for carving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτός — ή, ό (AM γλυπτός, ή, όν) [γλύφω] 1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός 2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής μσν. τορνευτός, καλοφτιαγμένος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά τα λατομεία … Dictionary of Greek
γλυπτός, -ή — ό 1. ο σκαλισμένος, ο λαξευμένος: Γλυπτός διάκοσμος. 2. το ουδ. ως ουσ., γλυπτό έργο γλυπτικής: Τα γλυπτά του Παρθενώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυπτά — γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc pl γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc/acc dual γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτόν — γλυπτός fit for carving masc acc sg γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῖς — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῖσι — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοί — γλυπτός fit for carving masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῦ — γλυπτός fit for carving masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτούς — γλυπτός fit for carving masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτῆς — γλυπτός fit for carving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)