-
1 γλυπτική
-
2 γλυπτικῇ
-
3 γλυπτική
η1) скульптура, ваяние; 2) резьба, резная работа -
4 γλυπτική
γλυπτικόςof engraving: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 γλυπτική
[глиптики] ста. Θ. ваяние, скульптура,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γλυπτική
-
6 γλυπτική
[глиптики] ουσ θ ваяние, скульптура. -
7 γλυπτική
sculpture -
8 γλυπτική
1) rzeźba (f) rzecz.2) rzeźbiarstwo (n) rzecz. -
9 γλυπτική
sochařství -
10 γλυπτική
sculptureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γλυπτική
-
11 скульптура
скульптура ж 1) (искусство) η γλυπτική 2) (произведение) το γλυπτό* * *ж1) ( искусство) η γλυπτική2) ( произведение) το γλυπτό -
12 скульптура
η γλυπτική, το γλυπτό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скульптура
-
13 ваяние
вая||ниес ἡ γλυπτική. -
14 резьба
резьбаж1. ἡ γλυπτική, τό σκάλισμα / ἡ ξυλογλυπτική (по дереву)/ ἡ λιθογλυ-φία (по камню)·2. тех. ἡ ἐλικοειδής ράβδωση (ὅπλου). -
15 скульптор
ску́льпт||ор м ὁ γλύπτης, -у́ра ж ἡ γλυπτική, -урный прил γλυπτικός. -
16 sculpture
[- ə]1) (the art of modelling or carving figures, shapes etc: He went to art school to study painting and sculpture.) γλυπτική2) (work done by a sculptor: These statues are all examples of ancient Greek sculpture.) γλυπτό -
17 ваяние
[βαγιάνιε] ουσ. ο. γλυπτική -
18 резьба
[ριεσ'μπά/] ουσ. θ. γλυπτική -
19 скульптура
[σκουλ'πτούρα] ουσ. θ. γλυπτική -
20 ваяние
[βαγιάνιε] ουσ ο γλυπτική
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
γλυπτική — η η τέχνη του γλύπτη: Στην έκθεση υπήρχαν έργα κλασικής γλυπτικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυπτικῇ — γλυπτικός of engraving fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτική — γλυπτικός of engraving fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτομή — Γλυπτική αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος από το στήθος και πάνω, που είναι το αντίστοιχο της προσωπογραφίας στη ζωγραφική. Το είδος είναι τυπικά ρωμαϊκό, οι αρχές του όμως μπορεί να αναζητηθούν στα αρχαία αιγυπτιακά νεκρικά προσωπεία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek