-
1 γκαρσόνι
[нгарсони] ста. о. официант, гарсон,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γκαρσόνι
-
2 официант
официант м о σερβιτόρος, το γκαρσόνι· \официантка ж η σερβιτόρα* * *м; ж - официанткаο σερβιτόρος, το γκαρσόνι -
3 кельнер
кельнерм τό γκαρσόνι, ὁ σερβιτόρος. -
4 официант
официантм ὁ σερβιτόρος, τό γκαρσόνι. -
5 половой
полов||о́й Iприл (для пола) τοῦ πατώματος:\половойа́я тряпка τό σφουγγαρόπανο1 \половойая щетка ἡ βοῦρτσα γιά τό πάτωμαполов||ой IIприл биол. γεννητικός, γενετήσιος:\половойые органы τά γεννητικά ὀργανα· \половойая зрелость ἡ ἐφηβική ἡλικία· \половойо́е бессилие мед. ἡ ἀνικανότητα [-ης].половой IIIм уст. ὁ γκαρσόνι, ὁ σερβιτόρος ἐστιατορίου. -
6 гарсон
-а α.γκαρσόνι, σερβιτόρος. -
7 официант
-а ά.-ка, -и θ.σερβιτόρος, -α, γκαρσόνι.
См. также в других словарях:
γκαρσόνι — το (λ. γαλλ.), ο σερβιτόρος: Το γκαρσόνι πήρε την παραγγελία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκαρσόν — και γκαρσόνι, το υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου κ.λπ., σερβιτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garcon «αγόρι»] … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
σερβιτόρος — ο, θηλ. σερβιτόρα και σερβιτόρισσα, Ν 1. υπάλληλος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, καφενείου, που έργο του είναι το σερβίρισμα τών πελατών, γκαρσόνι 2. υπηρέτης οικίας που ασχολείται με το σερβίρισμα φαγητών και ποτών σε ένα γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κέρασμα — το, ατος 1. κένωση κρασιού στα ποτήρια: Είχε αναλάβει το κέρασμα. 2. φιλοδώρημα, πουρμπουάρ: Το γκαρσόνι πήρε δύο ευρώ κέρασμα από την παρέα εκείνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερβιτόρος — ο θηλ. σερβιτόρα (λ. ιταλ.) 1. υπάλληλος εστιατορίου ή καφενείου, γκαρσόνι. 2. αυτός που σερβίρει τα φαγητά ή τα ποτά, υπηρέτης, τραπεζοκόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέσι — το (λ. τουρκ.) 1. μάλλινος σκούφος χωρίς γύρο, συνήθως κόκκινος, με ή χωρίς φούντα, που τον φορούν οι ανατολίτες μουσουλμάνοι. 2. όμοιος σκούφος των Ελλήνων ευζώνων. 3. μτφ., ο πολύ μεθυσμένος: Έγιναν φέσι απ την πολλή ρετσίνα. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)