-
1 γεωμετρία
[гэомэтриа] ουσ. в. геометрия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γεωμετρία
-
2 геометрия
1. (наука) η γεωμετρία 2. (форма, относительное расположение составных элементов) η γεωμετρία, η μορφήизменяемая ав. - μεταβλητή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > геометрия
-
3 геометрия
-
4 евклидов
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > евклидов
-
5 геометрия
геометрияж ἡ γεωμετρία. -
6 начертательный
начерта||тельныйприл:\начертательныйтельная геометрия ἡ παραστατική γεωμετρία -
7 осиливать
осиливатьнесов, осилить сов разг1. (побороть) καταβάλλω·2. (преодолеть) ὑπερνικώ, ξεπερνώ, τά βγάζω πέρα:\осиливать геометрию τά βγάζω πέρα μέ τήν γεωμετρία. -
8 геометрия
[γκιαμιέτριγια] та. θ. γεωμετρία -
9 геометрия
[γκιαμιέτριγια] та. θ. γεωμετρία -
10 аналитический
επ.αναλυτικός•аналитический метод αναλυτική μέθοδος•
аналитический ум αναλυτικό μυαλό, νους.
εκφρ.- ая геометрия – αναλυτική γεωμετρία•- ая химия – αναλυτική χημεία•- и е языки – οι αναλυτικές γλώσσες. -
11 геометрия
-и θ.γεωμετρία. -
12 дифференциальный
επ.1. διάφορος•-ая рента διαφορική εγγεια πρόσοδος.
2. (μαθ.) διαφορικός•-ое исчисление διαφορικός συλλογισμός•
-ая геометрия διαφορική ή απειροστική γεωμετρία.
-
13 землемерие
-я ουδ.γεωδαισία• γεωμετρία• χωρομετρία. -
14 начальный
επ.1. αρχικός•начальный период αρχική περίοδος•
-ая скорость αρχική ταχύτητα•
-ые буквы τα αρχικά γράμματα.
|| πρώτος•-ая глава романа το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος.
2. στόχε ιώδης, πρωταρχικός, ουσιώδης•-ое образование στοιχειώδης μόρφωση•
-ая школа δημοτικό σχολείο•
-ые классы οι τάζεις του δημοτικού σχολείου•
-ые основания геометрии στοιχειώδης γεωμετρία ή τα στοιχεία της γεωμετρίας.
3. παλ. βλ. начальник. -
15 начертательный
επ. -ая геометрия παραστατική γεωμετρία. -
16 проективный
επ.προβλητικός, της προβολής•-ая геометрия προβλητική γεωμετρία.
-
17 сферический
επ.σφαιρικός•-ая поверхность σφαιρική επιφάνεια•
-ие тела σφαιρικά σώματα•
-ая геометрия σφαιρική γεωμετρία.
См. также в других словарях:
γεωμετρία — γεωμετρίᾱ , γεωμετρία geometry fem nom/voc/acc dual γεωμετρίᾱ , γεωμετρία geometry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
γεωμετρίᾳ — γεωμετρίαι , γεωμετρία geometry fem nom/voc pl γεωμετρίᾱͅ , γεωμετρία geometry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρία — η κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη μελέτη του χώρου, των σχημάτων, των σωμάτων, τη μέτρηση γραμμών, επιφανειών, όγκων κ.ά.: Αναλυτική γεωμετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
αλγεβρική γεωμετρία — Κλάδος της γεωμετρίας που αναπτύχθηκε από την αναλυτική γεωμετρία και μελετά κυρίως γεωμετρικά αντικείμενα που ορίζονται από αλγεβρικές εξισώσεις. Η α.γ. κατέχει μια ειδική θέση, γιατί δεν ασχολείται μόνο με γεωμετρικά, αλλά επίσης και με… … Dictionary of Greek
παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν … Dictionary of Greek
γεωμετρίας — γεωμετρίᾱς , γεωμετρία geometry fem acc pl γεωμετρίᾱς , γεωμετρία geometry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρίαι — γεωμετρία geometry fem nom/voc pl γεωμετρίᾱͅ , γεωμετρία geometry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρίαν — γεωμετρίᾱν , γεωμετρία geometry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετριῶν — γεωμετρία geometry fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)