-
1 мостик
1. (переход) η γέφυρ/α 2. (на судне) η γέφυρα (του πλοίου) 3. эл. η γέφυρα ανόρθωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мостик
См. также в других словарях:
γέφυρ' — γέφῡρα , γέφυρα b fem nom/voc sg γέφῡραι , γέφυρα b fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GEPHYRAEI — Phoenices, qui cum Cadmo in Graeciam venêrunt, de quibus sic Herod. l. 5. c. 57. Cum Cadmo in terram, quae nunc vocatur Boeotia, venêre Gephyraei et Tanagricum tractum incoluêrunt: inde a Boeotis pulsi Athenas divertêrunt, ubi certis… … Hofmann J. Lexicon universale
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
σκυτεργάτης — ὁ, Α εργάτης που επεξεργάζεται τα δέρματα για την κατασκευή υποδημάτων, ασπίδων και άλλων δερμάτινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + ἐργάτης (πρβλ. γεφυρ εργάτης)] … Dictionary of Greek
χαλινεργάτης — ὁ, Μ χαλινοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + ἐργάτης (πρβλ. γεφυρ εργάτης)] … Dictionary of Greek