Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γεφῡρ-όω

См. также в других словарях:

  • γέφυρ' — γέφῡρα , γέφυρα b fem nom/voc sg γέφῡραι , γέφυρα b fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GEPHYRAEI — Phoenices, qui cum Cadmo in Graeciam venêrunt, de quibus sic Herod. l. 5. c. 57. Cum Cadmo in terram, quae nunc vocatur Boeotia, venêre Gephyraei et Tanagricum tractum incoluêrunt: inde a Boeotis pulsi Athenas divertêrunt, ubi certis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • σκυτεργάτης — ὁ, Α εργάτης που επεξεργάζεται τα δέρματα για την κατασκευή υποδημάτων, ασπίδων και άλλων δερμάτινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + ἐργάτης (πρβλ. γεφυρ εργάτης)] …   Dictionary of Greek

  • χαλινεργάτης — ὁ, Μ χαλινοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + ἐργάτης (πρβλ. γεφυρ εργάτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»