-
1 γερός
[герое] εκ. здоровый, крепкий, сильный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γερός
-
2 γέρος
[герое] ουσ. а. старик,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γέρος
-
3 крепкий
креп||кийприл1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:\крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:\крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·3. (насыщенный) δυνατός:\крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα. -
4 здоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о1. υγιής, γερός• ζωηρός•здоровый организм γερός οργανισμός•
-вид ζωηρή όψη•
в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).
|| μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•-ая политика σωστή πολιτική•
-ая критика σωστή κριτική•
-ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).
2. υγιεινός•здоровый ая пища υγιεινή τροφή•
здоровый воздух καθαρός αέρας.
3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.εκφρ.будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•по добру по –ву – ε το καλό•убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό. -
5 сильный
επ., βρ: силенκ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,1. δυνατός, ισχυρός, γερός•сильный человек δυνατός άνθρωπος•
-ая лошадь γερό άλογο•
-ая рука δυνατό χέρι•
-ая крепость ισχυρό φρούριο•
-ое государство ισχυρό κράτος•
сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.
2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•сильный ветер σφοδρός άνεμος•
-ое желание μεγάλη επιθυμία•
-ое лекарство δραστικό φάρμακο•
сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.
|| υγιής, γερός•-ые лгкие γερά πνευμόνια.
3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•
у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.
4. καλός•сильный ученик δυνατός μαθητής•
-пловец καλός κολυμβητής.
εκφρ.-ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα. -
6 здоровый
здоровый υγιής δυνατός, γερός (крепкий) я здоров είμαι καλά ◇ будьте \здоровыйы! χαίρετε!, γεια χαρά! (при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)* * *υγιής; δυνατός, γερός ( крепкий)я здоро́в — είμαι καλά
••бу́дьте здоро́вы! — χαίρετε!, γεια χαρά! ( при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)
-
7 крепкий
крепкий ασφαλής (прочный)' γερός, δυνατός (сильный) ◇ \крепкий сон о βαρύς ύπνος* * *••кре́пкий сон — ρ βαρύς ύπνος
-
8 прочный
прочный στερεός, σταθερός, γερός; \прочный мир η διαρκής ειρήνη* * *στερεός, σταθερός, γερόςпро́чный мир — η διαρκής ειρήνη
-
9 старик
-
10 старый
старый 1) (по возрасту) γέρος 2) (не новый) παλ(α) ιός* * *1) ( по возрасту) γέρος2) ( не новый) παλ(α)ιός -
11 двужильный
двужильн||ыйприл разг ἀνθεκτικός, γερός:быть \двужильныйым εἶμαι γερός, ἀντέχω. -
12 чудак
чуда||км ὁ παράξενος, ὁ ἀλλόκοτος:старый/*\чудак ὁ παράξενος γέρος, ὁ τρελλό-γερος. -
13 воловий
ья, -ье, επ.1. βοδινός• του βοδιού•-ье стадо κοπάδι βοδιών.
2. μτφ. πολύ δυνατός, γερός•-ье здоровье σιδερένια υγεία•
-ьи нервы γερά νεύρα.
εκφρ.- ьи глаза – μάτια σαν του βοδιού (χαύνα κ. εξέχοντα)" -ья шея κοντός και γερός λαιμός (σαν του βοδιού). -
14 крепкий
επ., βρ: -пок-πκό, -πκο.1. γερός, σκληρός•крепкий орех σκληρό καρύδι•
-ое дерево σκληρό ξύλο•
-ая ткань γερό ύφασμα•
организм γερός οργανισμός.
|| στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.2. δυνατός, ισχυρός•крепкий ветер σφοδρός άνεμος•
крепкий мороз δυνατό κρύο.
3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•крепкий кофе βαρύς καφές•
крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•
крепкий уксус δυνατό ξίδι•
крепкий табак βαρύς καπνός•
-ое вино δυνατό κρασί.
εκφρ.- ая дисциплина – γερή πειθαρχία•- ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•-ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•- сон – βαθύς ύπνος•крепок на ухо – ο βαρόκοος. -
15 могучий
-ая, -ее; βρ: -гуч, -а, -е.1. ισχυρός, δυνατός, κραταιός•-ая сила ισχυρή δύναμη•
-ая страна κραταιά χώρα•
могучий голос δυνατή φωνή.
2. γερός, ρωμαλαίος, άλκιμος•организм γερός οργανισμός•
могучий дуб γερή βαλανιδιά.
3. μεγαλόπρεπος, -ής. -
16 полновесный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноκανονικού βάρους• γνήσιος•-ая монета γνήσιο νόμισμα.
|| μεγάλος, βαρύς•-ые брвна βαριά κούτσουρα.
|| μτφ. δυνατός, ισχυρός, γερός•-ая пощчина γερός μπάτσος.
|| σημαντικός, σοβαρός•-ые доводы σοβαρά επιχειρήματα.
|| μτφ. πραγματικός• πλήρης•-ое счастье πλήρης ευτυχία• ευδαιμονία.
-
17 старый
επ., βρ: стар, стара, старо; старше, старее κ. παλ. старее, старе; старейший.1. γέρος, γηραλέος•старый человек γέρος άνθρωπος.
2. βλ. стариковский.3. παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία.4. παλιός, αρχαίος•старый университет παλιό πανεπιστήμιο•
старый долг παλιό χρέος•
-ая привычка παλιά συνήθεια•
старый прим παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος.
|| έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος.5. φθαρμένος• άχρηστος•-ое платье παλιό φόρεμα•
-ые книги παλιά βιβλία•
старый дом παλιόσπιτο.
|| προηγούμενος, προγενέστερος•старый адрес παλιά διεύθυνση•
старый картофель παλιά πατάτα•
-ые годы τα παλιά χρόνια•
-ые производственные отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις.
6. ουσ. -ое ουδ. το παλιό, τα παλιά•забывать -ое ξεχνώ τα παλιά•
борьба нового со старым πάλη του καινούργιου και του παλιού.
εκφρ.- ая вера – βλ. староверство• -ое вино παλιό κρασί•старый стиль – παλιό ημερολόγιο•старый и малый; стар и мал; и стар и мал – μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες)•человек -го закала – άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνηθειών προγονολάτρης. -
18 ядрёный
επ., βρ: -рен, -а, -о.1. σκληρός, σφιχτός, συνεκτικός•-ая капуста σκληρό κραμβολάχανο.
2. εύρωστος, ρωμαλαίος ακμαίος• γερός•ядрёный старик κοτσανάτος γέρος.
3. μτφ. φρέσκος, δροσερός, ζωογόνος•ядрёный воздух φρέσκος αέρας.
|| δυνατός, δριμύς•ядрёный запах η δριμείο οσμή.
|| μτφ. χονδροειδής, απότομος, απρεπής, άσεμνος•-ые слова άπρεπες λέξεις•
-ое остроумие παρατραβηγμένο έξυπνο.
-
19 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
20 долговечный
1. (многолетний) μακρόβιος, πολυετής 2. (прочный) γερόςμεγάλης αντοχήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > долговечный
См. также в других словарях:
γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… … Dictionary of Greek
γέρος — ο 1. ο γέροντας: Όλοι στη γειτονιά βοηθούσαν τον ανήμπορο γέρο. 2. ο πατέρας: Ο γέρος μου φωνάζει όταν αργώ να γυρίσω στο σπίτι. 3. ηλικιωμένος σύζυγος: Πέθανε ο γέρος της κι έμεινε χήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι υγιής: Είναι γερός και αρρωσταίνει σπάνια. 2. ρωμαλέος, δυνατός, γεροδεμένος: Είναι ένα γερό αγόρι. 3. ικανός: Είναι γερός στα μαθηματικά. 4. ανθεκτικός, στερεός, σταθερός: Γερά θεμέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek
γερεύω — [γερός] 1. βρίσκομαι στην ανάρρωση 2. γίνομαι πιο γερός, δυναμώνω … Dictionary of Greek
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
Tsakonikos — The Tsakonikos or Tsakonikos khoros ( Tsakonian dance ) is a dance performed in the Peloponnese in Greece. It comes from the region, chiefly in Arcadia, known asTsakonia. It is danced in many towns villages there with little variation to the… … Wikipedia
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek
μπαμπόγερος — ο, θηλ. μπαμπόγρια (Μ μπαμπόγερος και μπομπόγερος) πολύ άσχημος γέρος νεοελλ. πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάμπω* + γέρος / γριά] … Dictionary of Greek
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… … Dictionary of Greek
κοτσονάτος — κοτσονάτος, η, ο και κοτσανάτος, η, ο αυτός που έχει δυνατά κότσια, γερός, ο γέρος που διατηρεί τις δυνάμεις του: Είναι κοτσονάτος γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)