-
1 γεννώ
(α) μετ.1) рожать, рождать, производить на свет; 2) нестись, класть яйца; 3) перен. порождать, вызывать, возбуждать (подозрение и т. п.);§ τό μυαλό (τό κεφάλι) του δε γεννάει — у него голова ничего не соображает;
παρουσιάστηκε όπως τον γέννησε η μάννα του он явился в чём мать родила;γενν*ν κι' οι πετεινοί του — погов, ему во всём везёт;
1) — рождаться, появляться на свет;γεννιέμαι, γεννιοβμαι
2) перен. порождаться, возникать;γεννιέται το ερώτημα — возникает вопрос;
3) быть каким-л. от рождения, иметь врождённые качества;ο ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται — поэтами рождаются
-
2 γεννώ
[генно] ρ рождать, родить. -
3 αυγό
τό1) яйцо;αυγό βραστό ( — или βρασμένο) — варёное яйцо;
σφιχτό — крутое яйцо;αυγό μελάτο — яйцо всмятку;
κλούβιο — тухлое яйцо;αυγα τηγανητά — яичница;
αυγά χτυπητά — яичница-болтунья;
αυγά μάτια — яичница-глазунья;
αυγά ομελέτα — омлет;
γεννώ αυγά — нестись, класть яйца;
ξεπουλιάζω ( — или κλωσσώ) αυγά — высиживать ййца;
2) πλ. икра (рыбья);§ αυγ κι' αυγό — совершенно одинаковый, похожий как две капли воды;
καθίζω στ' αυγά μου — сидеть спокойно, заниматься своим делом, не вмешиваться ни в какие дела;
χάνω τ' αυγά και τα καλάθια — а) понести большой ущерб; — разориться; — б) приходить в изумление, поражаться, изумляться; — быть в растерянности;
ακόμα δεν βγήκε απ' τ' αυγό του ( — он) молод ещё, у него ещё молоко на губах не обсохло;
αυγό τού καθαρίζουν — ему смешинка в рот попала;
είτε η πέτρα κυλήσει — ст' αυγό είτε τ' αυγό κυλήσει στην πέτρα τ' αυγό θα σπάσει — посл. ≈ — у сильного всегда бессильный виноват; — на бедного Макара все шишки валятся
См. также в других словарях:
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek
γεννώ — γεννάω / γεννώ, γέννησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γεννώ — γέννησα, γεννήθηκα, γεννημένος 1. φέρνω στον κόσμο παιδιά: Η κόρη της γέννησε δίδυμα. 2. (για τα πουλιά), κάνω αβγά: Το χελιδόνι γέννησε στη φωλιά του. 3. μτφ., επινοώ: Το μυαλό του γεννά εκπληκτικές ιδέες. 4. είμαι από τη φύση μου: Καλλιτέχνης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεννῶ — γεννάω beget pres imperat mp 2nd sg γεννάω beget pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γεννάω beget pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γεννάω beget pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) γεννάω beget pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέννω — γέννας mother s brother masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ζωογονώ — (AM ζωογονῶ, έω) [ζωογόνος] 1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση») 2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά νεοελλ. αποκτώ ζωή αρχ. 1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ»,… … Dictionary of Greek
αντιγεννώ — ἀντιγεννῶ ( άω) (Α) 1. γεννώ αυτόν που με γέννησε («ἀντιγεννῆσαι γὰρ οὐχ οἷόν τε τούτους» δεν θά ταν δυνατόν να γεννήσω εγώ αυτούς που με γέννησαν) 2. γεννώ, παρουσιάζω κι εγώ … Dictionary of Greek
απογεννώ — (Α ἀπογεννῶ, άω) νεοελλ. 1. αποτελειώνω τον τοκετό, ξεγεννώ 2. παύω να γεννώ αρχ. γεννώ από κάτι, παράγω … Dictionary of Greek
γέννημα — το (AM γέννημα, Α και γένημα) 1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου» «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ «Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.) 2. πληθ. οι καρποί τής γης, κυρίως τα σιτηρά… … Dictionary of Greek