-
1 alp
γενναίος -
2 dilaver
γενναίος -
3 chrabrý
γενναίος -
4 hrdina
γενναίος -
5 udatný
γενναίος -
6 brave
γενναίος -
7 valiant
γενναίος -
8 bitny
γενναίος -
9 chrobry
γενναίος -
10 dzielny
γενναίος -
11 mężny
γενναίος -
12 waleczny
γενναίος -
13 mert
γενναίος, αντρεωμένος -
14 yürekli
γενναίος, θαρραλέος, θαρρετός -
15 доблестный
-
16 мужественный
-
17 отважный
-
18 храбрый
-
19 храбрый
επ., βρ: храбр, храбра, храбро.1. γενναίος.2. ουσ. ο γενναίος.εκφρ.не из -ого десятка – δειλός, κιοτής, φοβητσιάρης, δεν είναι από κείνους που δε φοβούνται. -
20 Generous
adj.Munificent: P. φιλόδωρος, Ar. μεγαλόδωρος.Abundant: P. and V. ἄφθονος, πολύς, V ἐπίρρυτος.Ungrudging: V. ἄφθονος.Free, liberal: P. and V. ἐλεύθερος, P. ἐλευθέριος.High-minded: P. and V. γενναῖος, P. μεγαλοφρων, μεγαλόψυχος, V. εὐγενής.Humane: P. and V. φιλάνθρωπος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Generous
См. также в других словарях:
γενναῖος — true to one s birth masc nom sg γενναῖος true to one s birth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… … Dictionary of Greek
γενναίος, -α — ο επίρρ. α 1. ανδρείος, τολμηρός, θαρραλέος: Υπήρξε γενναίος αγωνιστής. 2. άφθονος, πλουσιοπάροχος: Πήρε γενναία αμοιβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κολοκοτρώνης, Γενναίος — (1805 – 1868). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός, πολιτικός, πρωθυπουργός (1862), γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (βλ. λ.). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης, αλλά επονομάστηκε Γενναίος, λόγω της γενναιότητας που επέδειξε στη διάρκεια του Αγώνα.… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ ο Γενναίος — (1557 – 1601). Ηγεμόνας της Βλαχίας (1593 1601). Στη διάρκεια της ηγεμονίας του αρνήθηκε να καταβάλει φόρο στο Σουλτάνο και αργότερα εξεγέρθηκε εναντίον των Τούρκων έχοντας και την υποστήριξη του αυτοκράτορα Ροδόλφου. Για ορισμένο χρονικό… … Dictionary of Greek
γενναῖον — γενναῖος true to one s birth masc acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναῖα — γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναῖε — γενναῖος true to one s birth masc voc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναῖοι — γενναῖος true to one s birth masc nom/voc pl γενναῖος true to one s birth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναῖαι — γενναῖος true to one s birth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναιότατ' — γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc superl pl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)