Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γενναιότης

См. также в других словарях:

  • γενναιότης — the character of a fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότησι — γενναιότης the character of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότησιν — γενναιότης the character of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότητα — γενναιότης the character of a fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότητας — γενναιότης the character of a fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότητι — γενναιότης the character of a fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότητος — γενναιότης the character of a fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • доблесть — ДОБЛЕСТ|Ь (23), И с. 1.Доблесть, стойкость, мужество; благородство: х҃въ же ѹгодьникъ… д҃шевьнѹю доблѥсть ни ѥдиномѹ преклон˫а ѿ печѩльныихъ. (τὸ... γενναῖον) ЖФСт XII, 141 об.; Кыими пѣ(с)ныими добротами ѹкрасимъ пѣваѥма˫а. романа силѹ имѹщаго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γενναιότητα — η (AM γενναιότης) [γενναίος] μεγαλοφροσύνη, ανδρεία νεοελλ. γενναιοδωρία, απλοχεριά αρχ. 1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια 2. (για τη γη) ευφορία …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԻՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0358 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 12c գ. ἁνδρεία fortitudo, γενναιότης enerositas որ գրի եւ ԱՐՒՈՒԹԻՒՆ, ԱՐՈՒԹԻՒՆ. (քանզի եւ ըստ յն. է այրութիւն). Քաջասրտութիւն. անվեհեր ոգի. ... *Յաղագս արիութեան եւ զանգիտութեան: Ի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»