-
1 γελώ
[гело] р. смеяться, обманывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γελώ
-
2 смеяться
смеюсь, смешьсяρ.δ.1. γελώ•смеяться громко γελώ δυνατά, καγχάζω, χαχανίζω•
-до упаду σπαρταρώ από τα γέλια•
смеяться до слз δακρύζω από τα γέλια•
смеяться изподтишка κρυφογελώ, γελώ κάτω από τα μουστάκια.
2. περιγελώ, κοροϊδεύω, εμπαίζω•туш нечему смеяться δεν υπάρχει τίποε το γελοίο.
3. αστειεύομαι, γελώ, μιλώ όχι σοβαρά. -
3 усмехаться
усмехатьсянесов, усмехнуться сов μειδιώ, (χαμο)γελώ:криво \усмехаться (χαμο)γελῶ μέ τό ζόρι· горько \усмехаться γελώ πικρά. -
4 рассмеяться
-
5 смеяться
-
6 смеяться
смеятьсянесов в разн. знач. γελῶ, γελάω:громко \смеяться καγχάζω, γελῶ δυνατά· \смеяться исподтишка κρυφογελῶ· \смеяться до упаду λύνομαι στά γέλια, ξεκαρδίζομαι στά γέλια· \смеяться в лицо́ κοροϊδεύω κάποιον κατάμουτρα· \смеяться над кем-л., над чем-л. περιπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω· вы смеетесь? (вышу́тите?) ἀστειεύεσθε;· ◊ хорошо смеется тот, кто смеется последним погов. θά γελασει καλα ὀποιος γελάσει τελευταίος. -
7 хохотать
хохот||атьнесов χαχανίζω, γελῶ, ξεκαρδίζομαι:\хохотатьέ"π> до слез γελῶ μέχρι δακρύων, ξεκαρδίζομαι. -
8 над
κ. надо (πρόθεση με οργν.)11. επί, επάνω, από πάνω, υπεράνω πάνω•над городом пролетал самолт πάνω από την πόλη πέταξε αεροπλάνο•
лампа висит над столом η.λάμπα κρέμεται, πάνω από το τραπέζι•
над нашими головами πάνω από τα κεφάλια μας.
2. (επικυριαρχία, σφαίρα όρασης) επί•над собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου•
диктатура -пролетариатом δικτατορία επι του προλεταριάτου•
диктатура над буржуазией δικτατορία επί της αστικής τάξης•
начальник над всеми лечебными заведениями προϊστάμενος -όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων.
|| για, διά•трудиться над составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου.
|| με•смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι.
|| σε, προς•насмехаться над кем γελώ σε βάρος κάποιου•
сжилиться над кем λυπούμαι κάποιον.
-
9 насмеяться
-егась, -ешьсяρ.σ.1. γελώ πολύ, χορταίνω γέλια.2. (περι)γελώ, κοροϊδεύω, καταγελώ, χλευάζω. -
10 рассмеяться
ρ.σ. γελώ• αρχίζω να γελώ. -
11 втайне
втайненареч μυστικά, κρυφά, κρυ-φίως, λαθραία, λάθρα/ ἐνδόμυχα, μέσα μου (про себя):смеяться \втайне γελῶ μέσα μου, κρυφογελώ. -
12 зуб
зубм τό δόντι, ὁ ὀδούς:молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω. -
13 обсчитать
обсчитатьсов, обсчитывать несов ἀπατώ, γελώ στό λογαριασμό. -
14 обходить
обходитьнесов1. (вокруг чего-л.) κάνω γΰρο:\обходить караулом περιέρχομαι μέ τήν περίπολο, περιπολώ·2. (побывать в разных местах) ἐπισκέπτομαι, περιέρχομαι, φέρνω γύρο·3. (распространяться) διαδίδομαι, κυκλοφορώ·4. (огибать) παρακάμπτω, περνώ δίπλα, προσπερνώ·5. (избегать, уклоняться) παρακάμπτω:\обходить щекотливый вопрос παρακάμπτω λεπτό ζήτημα· \обходить закон παρακάμπτω τό νόμο· \обходить молчанием ἀποσιωπώ·6. (опережать) разг προσπερνώ κάποιον·7. (обманывать) разг ἐξαπατώ γελώ κάποιον ◊ \обходить противника ὑπερφαλαγγίζω τόν ἀντίπαλο. -
15 одурачивать
одурачиватьнесов, одурачить сов разг κοροϊδεύω, γελώ κάποιον, πιάνω κορόιδο. -
16 оставить
оставитьсов, оставлять несов1. ἀφήνω:\оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:\оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:\оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:\оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα! -
17 пересмеиваться
пересмеиватьсянесов разг κρυφο-γελῶ σέ βάρος κάποιου. -
18 подсмеиваться
подсмеиватьсянесов γελῶ, κοροϊδεύω. -
19 посмеиваться
посмеиватьсянесов γελῶ:\посмеиваться про себя κρυφογελῶ. -
20 посмеяться
посмеятьсясов γελῶ λιγάκι.
См. также в других словарях:
γέλῳ — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
γελώ — γελάω / γελώ, γέλασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γέλω ἔκθανον. — γέλω ἔκθανον. См. Помирать со смеху … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γελώ — γέλασα, γελάστηκα, γελασμένος 1. εκφράζω αυτό που αισθάνομαι με γέλιο, ξεσπώ σε γέλια: Γέλασα πολύ με το ανέκδοτο που μας είπε. 2. κοροϊδεύω, περιγελώ: Γελάει ο κόσμος με το φέρσιμό σου. 3. εξαπατώ, παραπλανώ: Με γέλασε το αθώο βλέμμα της. 4. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελῶ — γελάω laugh pres imperat mp 2nd sg γελάω laugh pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh fut ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελῷ — γελάω laugh pres opt act 3rd sg γελάω laugh fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄσβεστον γέλω. — ἄσβεστον γέλω. См. Гомерический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γέλωι — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλων — γέλω̆ν , γέλως laughter masc/fem acc sg γέλως laughter masc gen pl γέλω̆ν , γέλως laughter masc acc sg γελάω laugh imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γελάω laugh imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)