-
1 уморительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноγελοίος•-ая гримаса γελοίος μορφασμός•
уморительный человек γελοίος άνθρωπος.
-
2 смешной
-
3 смешной
επ., βρ: -шон, -шна, -шно.1. γελοίος, αστείος, κωμικός.2. που προξενεί το γέλωτα•попасть в -ое положение γίνομαι γελοίος.
до -ого εγγίζει τα όρια του γελοίου (είναι απίθανο).
-
4 смехотворный
смех||отворныйприл γελοίος, κωμικός, ἀστεῖος. -
5 смешиой
смеши||ойприл γελοίος, ἀστεῖος, κωμικός:тут нет ничего́ \смешиойо́го δέν ὑπάρχει τίποτε τό γελοίο· выставлять кого́-л. в \смешиойо́м виде γελοιοποιώ κάποιον ◊ до \смешиойого μέχρι γελοίου. -
6 чудной
чуднойприл разг παράξενος, ἀλλόκοτος/ γελοίος (смешной). -
7 смехотворный
[σμιχατβόρνυϊ] εκ. γελοίος -
8 смехотворный
[σμιχατβόρνυϊ] επ γελοίος -
9 гаерский
επ. παλ. κωμικός, γελοίος. -
10 делать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•делать мебель φτιάχνω έπιπλο.
|| δημιουργώ.2. ασχολούμαι, διεξάγω•делать опыты κάνω πειράματα.
|| κάνω•делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•
делать уроки κάνω τα μαθήματα•
делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•
делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•
делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•
делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•
делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•
делать различия κάνω διακρίσεις•
делать прогулку κάνω περίπατο•
делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.
|| επιβάλλω•делать выговор επιβάλλω ποινή.
|| εκτελώ•делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.
3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.
|| παρέχω προξενώ•делать добро κάνω καλό•
делать одолжение δανείζω.
εκφρ.это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•делать всеобщим – γενικεύω•делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.1. γίνομαι, καθίσταμαι•злым γίνομαι κακός (ή αγριεύω)•
погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•
-ется темно σκοτεινιάζει•
делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•
он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).
2. συμβαίνω•что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•
что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•
как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•
с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•
там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•
ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.
|| αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.
3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).
4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•-итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.
εκφρ.что ему (тебе, мне – κ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει. -
11 карикатурный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. γελοιογραφικός, της καρικατούρας.2. μτφ. γελοίος•-ая внешность γελοία εξωτερική εμφάνιση.
-
12 комический
επ.1. κωμικός•-ая роль κωμικός ρόλος•
комический талант κωμικό ταλέντο.
2. γελοίος•комический вид γελοία μορφή.
εκφρ.комический актёр – κωμικός ηθοποιός•- ая актриса – κωμική ηθοποιός•- ая опера – κωμικό μελόδραμα. -
13 курьёзный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноπερίεργος, παράξενος, παράδοξος• αστείος, γελοίος. -
14 нелепый
επ., βρ: -лп, -а, -о.1. ανόητος, κουτός, μωρός•-ая мысль κουτή σκέψη.
|| άτοπος, παράλογος γελοίος•это -о αυτό είναι παράλογο.
2. ατακτοποίητος, άγαρμπος, κακοφτιαγμένος•-ая фигура άγαρμπη φιγούρα.
-
15 паяц
-а α.γελωτοποιός, παλιάτσος, κλόουν. || άνθρωπος γελοίος. -
16 потешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. διασκεδαστικός, γελοίος, κωμικός.2. παλ. ψυχαγωγικός, φαιδρός, τερπνός• αστείος.3. παλ. των στρατιωτικών αθλοπαιδιών.ουσ. α. παλ. • συμπαίκτης στρατιωτικών παιγνιδιών (επι Πέτρου Ι). -
17 сатирический
επ.σατιρικός•-ие произве-денин σατιρικά έργα•
сатирический журнал σατιρικό περιοδικό.
|| γελοίος•сатирический вид γελοία όψη.
-
18 смехотворный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. παλ. γελοίος, που προξενεί το γέλωτα.2. αξιογέλαστος, για γέλια. -
19 смешливый
επ., βρ: -лив, -а, -оγελοίος, γελαστικός, γελασιάρ ΐ,κος. || φιλόγελος, γε-λωτομανής. -
20 шутовской
επ.1. του γελωτοποιού, του παλιάτσου• του κλόουν•шутовской колпак η σκούφια του γελωτοποιού•
-йе выходки τα έξυπνα του γελωτοποιού.
2. αστείος• γελοίος•-ое лицо γελείο πρόσωπο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γελοῖος — γέλοιος mirth provoking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλοιος — mirth provoking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοίος — α, ο (AM γελοῑος, α, ον, Α και γέλοιος, α, ον) 1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια 2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος 3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο η γελοιότητα αρχ. 1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός 2. (για… … Dictionary of Greek
γελοίος — α, ο 1. άξιος για γέλια, φαιδρός: Γίνεσαι γελοία με αυτά τα καμώματα. 2. ο άξιος περιφρόνησης, ο ασήμαντος: Δεν ασχολούμαι μαζί σου γιατί είσαι ένα γελοίο υποκείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελοιότερον — γέλοιος mirth provoking adverbial comp γέλοιος mirth provoking masc acc comp sg γέλοιος mirth provoking neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιοτέρως — γέλοιος mirth provoking adverbial comp γέλοιος mirth provoking masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότατα — γέλοιος mirth provoking adverbial superl γέλοιος mirth provoking neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότατον — γέλοιος mirth provoking masc acc superl sg γέλοιος mirth provoking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοῖον — γέλοιος mirth provoking masc acc sg γέλοιος mirth provoking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοίων — γέλοιος mirth provoking fem gen pl γέλοιος mirth provoking masc/neut gen pl γελάω laugh imperf ind act 3rd pl (epic) γελάω laugh imperf ind act 1st sg (epic) γελοιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γελοιάω imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοίως — γέλοιος mirth provoking adverbial γέλοιος mirth provoking masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)