-
1 γειτονικός
[гитоникос] εκ. соседский.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γειτονικός
-
2 соседний
соседний γειτονικός; \соседнийе страны οι γείτονες χώρες* * *сосе́дние стра́ны — οι γείτονες χώρες
-
3 соседский
επ.γειτονικός, του γείτονα•-огород ο λαχανόκηπος του γείτονα.
|| γειτονικός•-ие бабы οι γειτόνισσες•
-ие колхозы γειτονικά κολχόζ.
-
4 близлежащий
-
5 ближайший
ближайш||ий(превосх. ст. от близкий)1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;3. (непосредственный) ἄμεσος:\ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;4. (о родне, друзьях) στενός:\ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς. -
6 ближний
ближний1. прил (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;2. прил (о родне) στενός; ◊ Ближний Восток ἡ 'Εγγύς 'Ανατολή;3. м ὁ πλησίον, ὁ συνάνθρωπος. -
7 близкий
бли́зк||ийприл1. (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος;3. (сходный) ὀμοιος:\близкий к подлиннику ὀμοιος μέ τό πρωτότυπο;4. (об отношениях) στενός, οίκεῖος;5. (о родне, друзьях) στενός;6. \близкийие мн. в знач. сущ. οἱ συγγενείς. -
8 близлежащий
близлежащийприл διπλανός, γειτονικός, προσκείμενος, παρακείμενος. -
9 прилегающий
прилега||ющий1. прич. от прилегать·2. прил (об одеоюде) ἐφαρμοστός, χυτός, κολλητός·3. прил (смежный) γειτονικός, παράπλευρος, συνεχόμενος. -
10 смежный
смежныйприл διπλανός, συνεχόμενος, γειτονικός (соседний)! ὅμορος (пограничный)! мат παράπλευρος. -
11 соседний
сосед||нийприл γειτονικός:\соседнийний дом τό γειτονικό[ν] (или τό διπλανό) σπίτι· \соседнийние страны οἱ γειτονικές χώρες. -
12 соседский
сосед||скийприл γειτονικός, τών γειτόνων:\соседскийские дети τά παιδιά τών γειτόνων. -
13 соседний
[σασιέντνιϊ] επ. γειτονικός -
14 соседний
[σασιέντνιϊ] επ γειτονικός -
15 близлежащий
επ.προσκείμενος, παρακείμενος, διπλανός, γειτονικός. -
16 окрестный
επ. ο γύρω, ο πέριξ•-ые места τα γύρω μέρη (τόποι).
|| κοντινός, γειτονικός•мы с -ых деревень εμείς είμαστε από τα περίχωρα.
-
17 окружный
επ.1. παλ. ο γύρω, γειτονικός•-ые горы τα γύρω βουνά.
2. (απλ.) πλαϊνός, πλευρικός, πλάγιος•-ым путм με πλάγιο δρόμο.
-
18 смежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноγειτονικός, διπλανός•-ая комната διπλανό δωμάτιο•
-ое село διπλανό χωριό.
|| μτφ. συναφής, συγγενής, παραπλήσιος•-ые понятия συναφείς έννοιες.
|| όμορος, μεθόριος. -
19 сопредельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; (γραπ. λόγος) όμορος, συνοριακός, μεθοριακός• γειτονικός, παραπλήσιος. -
20 соседний
-яя, -ееεπ.γειτονικός•-ее село γειτονικό χωριό•
соседний дом γειτονικό σπίτι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γειτονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γείτονα 2. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
γειτονικός — ή, ό αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει με κάποιον: Έκοψα λουλούδια από ένα γειτονικό κήπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek
προσόμουρος — ον, Α ιων. τ. όμορος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὅμουρος, ιων. τ. τού ὅμορος «γειτονικός»] … Dictionary of Greek
συνόμορος — ον, Μ όμορος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὅμορος «γειτονικός»] … Dictionary of Greek
Πίκτοι — (Picti). Αρχαίος λαός της Βρετανίας, γειτονικός των Σκότων, με τους οποίους πολέμησε για μεγάλο διάστημα εναντίον των Ρωμαίων της Βρετανίας (2ος 3ος αι. μ.Χ.). Η κελτική ονομασία τους ήταν Βρίθοι ή Βρέτοι, που σημαίνει –όπως και το λατινικό Π.–… … Dictionary of Greek
έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… … Dictionary of Greek
αγχήρης — ἀγχήρης, ες (Α) γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι (= πλησίον) και ρίζα ἀρ τού ἀραρίσκω] … Dictionary of Greek
αγχίγυος — ἀγχίγυος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην ξηρά 2. αυτός που βρίσκεται κοντά, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + γύης (= ξηρά)] … Dictionary of Greek
αγχίθυρος — ἀγχίθυρος, ον (Α) διπλανός, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θύρα] … Dictionary of Greek
αγχιγείτων — ἀγχιγείτων, ( ονος), ον (Α) γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + γείτων] … Dictionary of Greek