-
1 γειτονεύω
[гитонэво] р. соседить.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γειτονεύω
-
2 граничить
граничить 1) συνορεύω 2) (жить по соседству) γειτο νεύω* * *1) συνορεύω2) ( жить по соседству) γειτονεύω -
3 прилегать
прилега||тьнесов1. (об одежде) ἐφαρμόζω ἀκριβώς, εἶμαι χυτός·2. (быть смежным) γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω. -
4 соприкасаться
соприкасатьсянесов 1.. (с чем-л.) γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω/ εἶμαι κολλητά (бить смежным)·2. перен ἔχω σχέσεις, συνεπικοινωνῶ·3. (касаться, дотрагиваться) ἄπτομαι, ἀγγίζω, ἐγγίζω, θίγω:\соприкасаться локтями ἀγγίζω μέ τόν ἀγκώνα -
5 соседство
сосед||ствос ἡ γειτονιά, ἡ γειτνίαση [-ις]:жить по \соседствоству (с) γειτονεύω (μέ). -
6 граничить
-итρ.δ.(με δοτ.)1. συνορεύω, αυνομορώ, γειτονεύω.2. προσεγγίζω, πλησιάζω, εγγίζω τα όρια•его смелость -ит с наглостью το θάρρος του εγγίζει τα όρια της αυθάδειας.
-
7 примыкать
ρ.δ.1. βλ. примкнуть.2. γειτονεύω, γειτνιάζω συνορεύω. -
8 соприкасаться
ρ.δ.1. εφάπτομαι, εγγίζω.2. γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω.3. μτφ. εγγίζω τα όρια•его героизм -ется с безумием ο ηρωισμός του εγγίζει τα όρια της παραφροσύνης.
4. μ•τφ• συσχετίζομαι, συνδέομαι, έχωσυνάφεια.5. μτφ. επικοινωνώ, έρχομαι σε επικοινωνία• συναντιέμαι•приходится соприкасаться с разными людьми συμβαίνει να επικοινωνώ με διάφορους ανθρώπους.
-
9 соседить
-дишьρ.δ. γειτονεύω, γειτνιάζω. || συνορεύω. -
10 соседство
-а ουδ.γειτόνεμα, γειτνίαση•в -е επίρ. γειτονικά•
жить в -е ζω γειτονιά με κάποιον, γειτονεύω.
|| συνόρευση. || (αθρα.) η γειτονιά, οι γείτονες.
См. также в других словарях:
γειτονεύω — γειτονεύω, γειτόνεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γειτονεύω — (AM γειτονεύω) [γείτων] 1. είμαι γείτονας κάποιου 2. συνορεύω νεοελλ. (για γυναίκα) περνάω την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες … Dictionary of Greek
γειτονεύω — γειτόνεψα, είμαι γείτονας, κατοικώ ή βρίσκομαι κοντά σε κάποιον: Τα μαγαζιά μας γειτονεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γειτονιάζω — γειτονεύω … Dictionary of Greek
γειτονιάζω — γειτονεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγειτνιώ — άω, Μ είμαι γείτονας, γειτονεύω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γειτνιῶ «γειτονεύω»] … Dictionary of Greek
προσγειτνιώ — άω, Α γειτονεύω, συνορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γειτνιῶ «γειτονεύω»] … Dictionary of Greek
γειτονευσάντων — γειτονέω aor part act masc/neut gen pl γειτονέω aor imperat act 3rd pl γειτονεύω l ect. aor part act masc/neut gen pl γειτονεύω l ect. aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονευόντων — γειτονέω pres part act masc/neut gen pl γειτονέω pres imperat act 3rd pl γειτονεύω l ect. pres part act masc/neut gen pl γειτονεύω l ect. pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονεῦον — γειτονέω pres part act masc voc sg γειτονέω pres part act neut nom/voc/acc sg γειτονεύω l ect. pres part act masc voc sg γειτονεύω l ect. pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονεύοντα — γειτονέω pres part act neut nom/voc/acc pl γειτονέω pres part act masc acc sg γειτονεύω l ect. pres part act neut nom/voc/acc pl γειτονεύω l ect. pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)