-
1 γδάρσιμο
[гдарсимо] ουσ. о. сдирание шкуры, кожи,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γδάρσιμο
-
2 нож
το μαχαίρι- бульдозера η λεπίδα του (γεω)προωθητή/της μπουλτόζαςрасклинивающий - лес. η σφήναсапожный - η φαλτσέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нож
-
3 додрать
-деру, -дершь, παρλθ. χρ. -драл, -ла, -ло ρ.σ.μ. (απλ.)1. απογδέρνω, τελειώνω το γδάρσιμο.2. κατακουρελιάζω, καταφθειρω. -
4 свежевание
-я ουδ.εκδορά, γδάρσιμο• ξε-κο ίλ ι άσμα. -
5 сдирание
-я ουδ.αφαίρεση του φλοιού, του δέρματος•сдирание лыка ξεφλούδισμα, αποφλοίωση•, сдирание шкуры γδάρσιμο, εκδορά.
-
6 съёмка
-и θ.1. πάρσιμο, λήψη.2. αφαίρεση, βγάλσιμο•съёмка сметаны βγάλσιμο της κρέμας (από το γάλα)•
съёмка шкуры αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο.
3. μάζωμα, συγκέντρωση•съёмка урожая το μάζωμα της σοδειάς•
съёмка яблок το μάζωμα των μήλων.
4. ενοικίαση, νοίκιασμα•комнаты ενοικίαση δωματίου.
5. φωτογράφιση, βγάλσιμο, τράβηγμα φωτογραφίας•съёмка фильма το γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας.
6. αποτύπωση εδάφους.
См. также в других словарях:
γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση του δέρματος: Μετά το σφάξιμο του ζώου, ακολουθεί το γδάρσιμο. 2. επιπόλαιο τραύμα, γρατσουνιά: Από το ατύχημα έπαθε μόνο γδαρσίματα. 3. η οικονομική εξάντληση κάποιου από άλλον, η αισχροκέρδεια: Καταστράφηκε οικονομικά από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση τού δέρματος ζώου, η εκδορά 2. επιπόλαιο τραύμα στην επιδερμίδα, γρατζούνισμα 3. (για φυτά) η αφαίρεση τού φλοιού 4. η χρηματική απογύμνωση κάποιου ή η πώληση πράγματος σε υπερβολικά υψηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα,… … Dictionary of Greek
γδάρμα — το 1. το γδάρσιμο* 2. το δέρμα τού ζώου μετά το γδάρσιμο, η δορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα, αόρ. τού γδέρνω] … Dictionary of Greek
δορά — η (AM δορά) [δέρω] 1. το δέρμα τού ζώου μετά το γδάρσιμο, τομάρι 2. εκδορά, γδάρσιμο (αρσ. μσν.) το δέρμα ζωντανού ζώου … Dictionary of Greek
αγκυλωματιά — η [αγκύλωμα] τρύπημα, γρατζουνιά, γδάρσιμο (από αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.) … Dictionary of Greek
αποφολίδωση — η 1. η αφαίρεση των φολίδων, των λεπιών, απολέπιση 2. το γδάρσιμο ζώου με φολιδωτό δέρμα … Dictionary of Greek
βουδόρος — βουδόρος, ον (Α) 1. αυτός που γδέρνει βόδια 2. ως ουσ. ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών 3. φρ. «βουδόρῳ νόμῳ» γι αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + δόρος < δορά < δέρω) … Dictionary of Greek
βούρδουλας — ο 1. μαστίγιο 2. άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βούρδουλας < *βούρδολος < *βούρδορος < αρχ. βουδόρος «αυτός που γδέρνει βόδια ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών». Κατ άλλη άποψη, βούρδουλας < ουσ … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
γρατσούνισμα — και γρατζούνισμα, το γδάρσιμο τής επιδερμίδας με τα νύχια ή αιχμηρό όργανο, αμυχή … Dictionary of Greek
δάρσιμο — το ο δαρμός νεοελλ. έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο τού γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω έγδειρα)] … Dictionary of Greek