-
1 γατοφαγωμένος
η, ο съеденный кошкой
См. также в других словарях:
γατοφαγωμένος — η, ο αυτός που έχει φαγωθεί από γάτα: Βρήκα τις παντόφλες μου γατοφαγωμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)