-
1 галактика
астр. о ΓαλαξίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > галактика
-
2 зуб
1. тех. (во мн ч зубья) το δόντι, ο οδούςграбельный - του δίχαλου, διχαλωτό -2. (орган во рту для кусания, измельчения и разжевывания пищи) (во мн. ч зубы) το δόντ/ιкоронка - а анат. μύλη του - ιούглазной - ο κυνόδους, ο κυνόδονταςмолочный - γάλακτος, ο γαλαξίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зуб
-
3 Млечный Путь
астр. о Γαλαξίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > Млечный Путь
-
4 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
5 галактика
галактикаж астр. ὁ Γαλαξίας, ὁ Άχερόδρομος. -
6 зуб
зубм τό δόντι, ὁ ὀδούς:молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω. -
7 млечный
млечныйприл:Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας· \млечный сок бот. ὁ χυμός, ὁ γα-λακτώδης χυλός. -
8 путь
пут||ьм1. (дорога) ὁ δρόμος, ἡ ὁδός/ ж.-д. ἡ γραμμή:запасной \путь ἡ πλαγία γραμμή· \путьй сообщения οἱ συγκοινωνίες· санный \путь δρόμος γιά τά ἐλκηθρα· морской \путь ἡ θαλασσία ὀδός· во́дным \путьем διά θαλασσής· воздушным \путьем ἀεροπορικώς· на моем \путьй στό δρόμο μου· проложить \путь (тж. перен) ἀνοίγω δρόμο· сбиться с \путьй а) χάνω τό δρόμο, б) перен παρεκκλίνω (или ἐκτρέπομαι) ἀπ' τόν δρόμο·2. перен ὁ δρόμος, ἡ ὁδός:по ленинскому \путьй στό δρόμο τοῦ λενι-νισμοδ· \путь к миру ὁ δρόμος πρός τήν εἰρήνη·3. (путешествие) τό ταξίδι:пуститься в \путь ξεκινώ γιά ταξίδι· счастливого \путьй! καλό ταξίδι!· держать \путь κατευθύνομαι, πορεύομαι, πηγαίνω· в двух днях \путьй от... δυό μέρες δρόμος ἀπό...·4. \путьи мн. анат. οἱ πόροι:дыхательные \путьи́ τα ἀναπνευστικά ὀργανα· желчные \путьй τά χολαγωγά ἀγγεΐα·5. (способ) τό μέσο[ν], ὁ τρόπος:каки́м \путьем? μέ τί τρόπο;· любым \путьем μέ κάθε μέσο, μέ κάθε τρόπο· тем или иным \путьем μέ τόν δνα ἡ τόν ἄλλο τρόπο· окольным \путьем, окольными \путьями ἐμμεσα, ἐμμέσως, ἀπό πλάγιο δρόμο· ◊ последний \путь ἡ κηδεία, τό τελευταίο ταξ(ε)ίδι· по \путьй στό δρόμο μου, καθ' ὀδόν наставить кого́-л. на \путь истины βάζω (или φέρνω) κάποιον στον ἰσιο δρόμο· совратить с \путьй ξεμυαλίζω, ἀποπλανώ· Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας. -
9 галактика
[γκαλάκτικα] οοσ. θ. γαλαξίας -
10 галактика
[γκαλάκτικα] ουσ θ γαλαξίας -
11 галактика
-и θ.γαλαξίας. -
12 зуб
-а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.1. δόντι•коренной зуб ο τραπεζίτης•
молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•
глазевые -ы οι κυνόνοντες•
зуб мудрости ο φρονιμίτης•
вставные -ы τα βαλτά δόντια•
-ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•
-ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).
2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•зубья! пилы δόντια του πριονιού.
εκφρ.зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•- ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•- ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•-ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•- ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ. -
13 млечный
επ. παλ. γαλακτώδης.εκφρ.млечный Путь – ο Γαλαξίας•млечный сок – ο γαλακτώδης χυμός των φυτών•- ые сосуды – βλ. млечники.
См. также в других словарях:
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
γαλαξίας — γαλαξίᾱς , γαλαξία festival at Athens fem acc pl γαλαξίᾱς , γαλαξία festival at Athens fem gen sg (attic doric aeolic) γαλαξίᾱς , γαλαξίας the milky way masc acc pl γαλαξίᾱς , γαλαξίας the milky way masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαξίας — ο 1. ηφωτεινή ζώνη του διαστήματος που αποτελείται από πολλούς αστέρες, οι οποίοι σχηματίζουν ένα αστρικό σύστημα. 2. τα πρώτα δόντια του παιδιού και των ζώων που σε λίγα χρόνια πέφτουν για να βγουν στη θέση τους τα μόνιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλιοειδής γαλαξίας — (Αστρον.).Ένας πολύ σπάνιος τύπος γαλαξία που έχει τη μορφή ελλειπτικού δακτυλίου είτε με έναν ευμεγέθη πυρήνα, συχνά μετατοπισμένο από το κέντρο του, είτε χωρίς ύλη που ακτινοβολεί στο εσωτερικό του. Σε πολλές περιπτώσεις τον δ.γ. συνοδεύει ένας … Dictionary of Greek
νάνος γαλαξίας — (Αστρον.). Ένας γαλαξίας ασυνήθιστα αμυδρός είτε εξαιτίας του πολύ μικρού μεγέθους του, της πολύ χαμηλής επιφανειακής του λαμπρότητας είτε και των δύο μαζί. Αφού όμως οι γαλαξίες εμφανίζονται σε μία συνεχή κλίμακα μεγεθών από τους γιγαντιαίους… … Dictionary of Greek
γαλαξίου — γαλαξίας the milky way masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαξία — γαλαξίᾱ , γαλαξία festival at Athens fem nom/voc/acc dual γαλαξίᾱ , γαλαξία festival at Athens fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γαλαξίᾱ , γαλαξίας the milky way masc nom/voc/acc dual γαλαξίας the milky way masc voc sg γαλαξίᾱ , γαλαξίας… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Галактика — У этого термина существуют и другие значения, см. Галактика (значения). NGC 4414, спиральная галактика из созвездия … Википедия
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
Galaxy — This article is about the astronomical structure. For other uses, see Galaxy (disambiguation). NGC 4414, a typical spiral galaxy in the constellation Coma Berenices, is about 55,000 light years in diameter and approximately 60 million light… … Wikipedia
Milky Way — This article is about the galaxy. For other uses, see Milky Way (disambiguation). Milky Way galaxy Image of the Milky Way s Galactic Center in the night sky above Paranal Observatory Observation data … Wikipedia