-
1 γαλήνη
[ галини] ουσ. Θ. тишина, спокойствие, безмятежность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γαλήνη
-
2 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). -
3 спокойствие
-
4 тишина
тишина ж η ησυχία; η σιωπή* η γαλήνη (спокойствие)* * *жη ησυχία; η σιωπή; η γαλήνη ( спокойствие) -
5 штиль
-
6 затишье
затишьес1. ἡ γαλήνη, ἡ κάλμα, ἡ ἡσυχία:\затишье перед грозой ἡ γαλήνη πρίν ἀπ· τή θύελλα·2. перен ἡ κάλμα, ἡ ἡσυχία -
7 спокойствие
спокойствиес ἡ ήσυχία, ἡ ήρεμία/ ἡ ἀταραξία, ἡ γαλήνη (безмятежность):общественное \спокойствие ἡ δημοσία τάξη· душевное \спокойствие ἡ ψυχική γαλήνη, ἡ ψυχική ήρεμία. -
8 штиль
штильм ἡ νηνεμία, ἡ γαλήνη:мертвый \штиль ἡ ἄκρα γαλήνη. -
9 спокойствие
-я ουδ.1. ησυχία, ηρεμία•воцарилось спокойствие βασίλευε ησυχία.
2. αταραξία, γαλήνη, τάξη•нарушение общественного -я διατάραξη της κοινής ησυχίας.
εκφρ.душевное – ψυχική γαλήνη. -
10 тихо
1. επίρ. σιγανά, ήσυχα, ήρεμα κλπ. επ.2. ως κατηγ. είναι, γίνεται ησυχία, ηρεμία• γαλήνη•стало, выступающий продолжал.... έγινε ησυχία, ο ομιλητής συνέχισε....• на душе тихо ψυχικά (εσωτερικά) έχω γαλήνη•
ветер перестал, стало тихо ο άνεμος σταμάτησε, έγινε ησυχία.
-
11 тишина
-ы θ.ησυχία, ηρεμία, γαλήνη• σιγαλιά• κάλμα• σιγή•ночная тишина νυχτερινή ησυχία•
мртвая тишина νεκρική σιγή•
соблюдать -у τηρώ (κάνω) ησυχία.
|| μτφ. ψυχική γαλήνη. -
12 безветрие
безветр||иес ἡ γαλήνη, ἡ νηνεμία, ἡ μπονάτσα. -
13 благодушие
благоду́ш||иес ἡ ήρεμία, ἡ γαλήνη, ἡ μακαριότητα [-ης]/ ἡ ἀμεριμνησία, ἡ ξεγνοιασιά, ἡ ἀφροντισιά (беззаботность). -
14 тихо
тихо1. нареч (негромко) σιγά, σιγανά, χαμηλόφωνα:\тихо говорить (читать) (ό)μιλω (διαβάζω) σιγά·2. нареч (спокойно) ήσυχα:\тихо, не торопись! ήσυχα, μή βιάζεσαι!· \тихо вести себя (о детях) εἶμαι φρόνιμος, εἶμαι ήσυχος·3. нареч (медленно) ἀργά, σιγά·4. предик безл ε ἶναι ήσυχία:в комнате \тихо στό δωμάτιο εἶναι ήσυχία· кругом было \тихо · \тихо τριγύρω ήταν ἀπόλυτη ήσυχία·5. предик безл (о погоде и т. п.) εἶναι ήρεμία, εἶναι γαλήνη. -
15 тишина
тишин||аж ἡ ήσυχία, ἡ ήρεμία/ ἡ σιγαλιά, ἡ σιωπή (безмолвие)/ ἡ γαλήνη (спокойствие):мертвая \тишина ἡ νέκρα, ἡ νεκρική σιγή· соблюдайте \тишинау μήν θορυβείτε. -
16 ясность
ясн||остьж ἡ διαύγεια, ἡ καθαρότης/ ἡ σαφήνεια, ἡ εὐκρίνεια (отчетливость)) ἡ ἡρεμία, ἡ γαλήνη (безмятежность)! ἡ αἰθρία (о погоде, небе)/ τό καταφανές, τό πρόδηλον (очевидность):полная \ясность ἀπόλυτη διαύγεια· внести́ \ясность во что-л. διασαφηνίζω κάτι. -
17 затишье
[ζατίσ'ιε] ουσ. ο. γαλήνη -
18 штиль
[στιλ'] ουσ α. νηνεμία, γαλήνη -
19 ясность
[γιάσναστ'] ουσ. θ. ευκρίνεια, γαλήνη, αιθρία -
20 затишье
[ζατίσ'ιε] ουσ ο γαλήνη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλήνῃ — Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνῃ — γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα. 2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της… … Dictionary of Greek
γαλήνη — η 1. η ηρεμία, η μπουνάτσα, η νηνεμία: Είχε γαλήνη και κάναμε βαρκάδα. 2. μτφ., η ησυχία, η αταραξία, η πραότητα: Ύστερα απ’ αυτόν τον καβγά διαταράχτηκε η ψυχική μου γαλήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγία Γαλήνη — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.260 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα του νομού, στις εκβολές του ξηροποτάμου Πλατύ. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης … Dictionary of Greek
Γαλήνηι — Γαλήνῃ , Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνηι — γαλήνῃ , γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω … Dictionary of Greek
Γαληνῶν — Γαλήνη stillness of the sea fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)