-
1 γίδα
η коза -
2 γίδα
[гида] ουσ. в. козаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γίδα
-
3 γίδα
[гида] ουσ θ коза. -
4 Κι από στέρφα γίδα γάλα βγάζει
– Βγάζει κι από μύγα ξίγκι• Может и от яловой коровы молока надоитьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κι από στέρφα γίδα γάλα βγάζει
-
5 γάλα
τό1) молоко;γάλα αγνό (αποβουτυρωμένο) — цельное (снятое) молоко;
ξινισμένο — прокисшее молоко;αβραστο γάλα — парное молоко; — некипячёное молоко;
βρασμένο γάλα — кипячёное молоко;
συμπυκνωμένο γάλα — или γάλα του κουτιού — сгущённое молоко;
νερωμένο γάλα — разбавленное водой молоко;
γάλα σκόνη — сухое молоко;
αρνί τού γάλακτος молочный ягнёнок;τό γάλα έκοψε — молоко свернулось;
2) молоко, млечный сок (растений);3:γάλα ιχθύων — молока;
§ καί τού πουλιού το γάλα — птичье молоко;
τό στόμα του ακόμα μυρίζει γάλα — у него ещё молоко на губах не обсохло;
έγιναν όλα μέλι γάλα — всё уладилось;
κι' από στέρφα γίδα γάλα βγάζει — погов, он может и от яловой козы молока надоить
-
6 γεννήτρα
-
7 Βγάζει κι από μύγα ξίγκι
– Βγάζει κι από μύγα ξίγκι• Может и от яловой коровы молока надоитьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βγάζει κι από μύγα ξίγκι
См. также в других словарях:
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατσίκα ή γίδα ή αίγα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της μεγάλης οικογένειας των βοοειδών. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η κ. προέρχεται από τον αίγαγρο, ο οποίος ζει σε υψόμετρο έως 4.000 μ. στις ορεινές ζώνες της δυτικής Ασίας, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες … Dictionary of Greek
χίμαιρα — (himaera monstrosa). Ψάρι της τάξης των χιμαιρόμορφων. Έχει αρχαιοζωική δομή και ζει στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό έως τις νορβηγικές ακτές. Η χ. που έχει μέσο μήκος λίγο μεγαλύτερο του ενός μ., παραμένει συνήθως σε μεγάλα βάθη αλλά… … Dictionary of Greek
Alexandria (Griechenland) — Gemeinde Alexandria Δήμος Αλεξανδρείας … Deutsch Wikipedia
γιδοκοπή — και γιδοκόπι, το κοπάδι γιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. γιδοκοπή < γίδα + κοπή «κοπάδι» γιδοκόπι < γίδα + κόπι* (πρβλ. μεθοκόπι, φωνοκόπι)] … Dictionary of Greek
Alexandreia — (Greek: Αλεξάνδρεια , also Romanized as Alexandria ; older demotic Greek name Γιδά Gida; [el icon [http://www.freewebs.com/onoma/met.htm] Δημήτρης Λιθοξόου Μετονομασίες των οικισμών της Μακεδονίας 1919 1971 ] ) is a city in the Imathia Prefecture … Wikipedia
άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής … Dictionary of Greek
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αγούμαστος — ο 1. είδος σταφυλιού με μεγάλες και μακρουλές ρώγες 2. το κλήμα που παράγει τέτοια σταφύλια 3. διάφορα είδη εκλεκτών σταφυλιών (λευκά, μαύρα, κόκκινα κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βούμαστος < βοῦς + μαστός η μεταβολή τού βου σε γου πιθ. από… … Dictionary of Greek
αεραγίδα — και αγεραγίδα και γεραγίδα, η νεράιδα, αερικό, ξωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀ(γ)ερ ά(γ)ιδα, με συμφυρμό από τα < ἀ(γ)ερι[ικό + νερ]άιδα και ιτα παρετυμολογική σύνδεση με το γίδα] … Dictionary of Greek