-
1 γίδα
[гида] ουσ. в. козаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γίδα
-
2 коза
-
3 коза
зоол. η γίδα, η κατσίκα (ξεν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коза
-
4 коза
козаж ἡ κατσίκα, ἡ γίδα, ἡ αἰξ. -
5 коза
[καζά] ουσ. θ. κατσίκα, γίδα -
6 коза
[καζά] ουσ θ κατσίκα, γίδα -
7 ангорский
επ.ο της Άγκυρας•-ая кошка η γάτα της Αγκύρας•
-ая коза η γίδα της Άγκυρας•
ангорский кролик κουνέλι της Άγκυρας.
-
8 дойный
επ.γαλακτοφόρος•-ая коза γαλακτοφόρα γίδα.
εκφρ.- ая корова – (απλ.) πηγή πλούτου, πλουτοφόρα πηγή. -
9 зайти
зайду, зайдешь, παρλθ. χρ. зашел-шла, -шло- προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший,επιρ. μτχ. зайдя ρ.σ,1. μπαίνω, εισέρχομαι,• зайти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο. || εισχωρώ•коза зашла в огород η γίδα μπήκε στον κήπο.
|| περνώ από κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός•по пути домой я зашел в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζί•
зайти в редакцию περνώ από τη σύνταξη.
|| πηγαίνω να πάρω•зайти в детский сад за ребенком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι.
2. στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι•солнце зашло за тучку ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το συννεφάκι.
|| (για ουράνια σώματα κ. μτφ.)• βασιλεύω•солнце зашло ο ήλιος βασίλεψε.
|| παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια•беседа зашла за ночь η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα από τα μεσάνυχτα•
дело зашло далеко η υπόθεση τράβηξε μακριά.
(απλ.) λυποθυμώ, πέφτω αναίσθητος. || μαργώνω, μουδιάζω από το κρύο.εκφρ.дух зашелся – η αναπνοή πιάστηκε•вы зашли далеко – προχωρήσατε πολύ (πέραν του επιτρεπτού). -
10 коза
-ы θ. πλθ. козы.1. γίδα, κατσίκα.2. μτφ. σφριγηλό και πεταχτό κορίτσι, κατσίκα.3. βαγονάκι για μεταφορά μικρών δοκών.εκφρ.дикая коза – βλ. косуля 1•драть ή лупить κ.τ.τ. сидорову -у – δέρνω ανελέητα•на - не подъедешь кому – (απλ.) ζόρικος άνθρωπος (απλησίαστος)•на - не объедешь – (απλ.) δεν τον ξεγελάς με τίποτε. -
11 корнать
ρ.δ. μ. (απλ.) κόβω σύρριζα• κουρεύω σαν τη γίδα. -
12 котиться
-итсяρ.δ. γεννώ (για γάτα, αλλά και για προβατίνα, γίδα, λαγίνα). -
13 обрешетина
-ы θ.διαδοκίδα, διάξυλο, τε-γίδα, τραβέρσα στέγης. -
14 суягная
βρ: -ягна (για προβατίνα, γίδα)• έγκυα, γκαστρωμένη. -
15 суягность
-и θ.εγκυμοσύνη (για προβατίνα, γίδα). -
16 угнать
ρ.σ.1. μ. (για ζώα) οδηγώ, βγάζω, πηγαίνω (στη βοσκή, τσομπάνο κ.τ.τ.).μεταφέρω εσπευσμένα. || διώχνω, απομακρύνω•ветер -ал облака ό άνεμος έδιωξε τα σύννεφα.
|| κλέβω, παίρνω• αρπάζω•у соседа -ли козу и пять кур του γείτονα του έκλεψαν τη γίδα και πέντε..κότες.
|| στέλλω παρά τη θέληση του•их -ли на дальние работы τους έστειλαν μακριά να δουλέψουν.
2. φεύγω ολοταχώς, καληάζϋ).1. παρακολουθώ από κοντά, κατά πόδι.2. μτφ. εξισώνομαι.3. (διαλκ.) φεύγω• πηγαίνω•пастух -лся со скотиной ο βοσκός έφυγε με τα ζώα στη βοσκή.
См. также в других словарях:
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατσίκα ή γίδα ή αίγα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της μεγάλης οικογένειας των βοοειδών. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η κ. προέρχεται από τον αίγαγρο, ο οποίος ζει σε υψόμετρο έως 4.000 μ. στις ορεινές ζώνες της δυτικής Ασίας, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες … Dictionary of Greek
χίμαιρα — (himaera monstrosa). Ψάρι της τάξης των χιμαιρόμορφων. Έχει αρχαιοζωική δομή και ζει στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό έως τις νορβηγικές ακτές. Η χ. που έχει μέσο μήκος λίγο μεγαλύτερο του ενός μ., παραμένει συνήθως σε μεγάλα βάθη αλλά… … Dictionary of Greek
Alexandria (Griechenland) — Gemeinde Alexandria Δήμος Αλεξανδρείας … Deutsch Wikipedia
γιδοκοπή — και γιδοκόπι, το κοπάδι γιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. γιδοκοπή < γίδα + κοπή «κοπάδι» γιδοκόπι < γίδα + κόπι* (πρβλ. μεθοκόπι, φωνοκόπι)] … Dictionary of Greek
Alexandreia — (Greek: Αλεξάνδρεια , also Romanized as Alexandria ; older demotic Greek name Γιδά Gida; [el icon [http://www.freewebs.com/onoma/met.htm] Δημήτρης Λιθοξόου Μετονομασίες των οικισμών της Μακεδονίας 1919 1971 ] ) is a city in the Imathia Prefecture … Wikipedia
άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής … Dictionary of Greek
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αγούμαστος — ο 1. είδος σταφυλιού με μεγάλες και μακρουλές ρώγες 2. το κλήμα που παράγει τέτοια σταφύλια 3. διάφορα είδη εκλεκτών σταφυλιών (λευκά, μαύρα, κόκκινα κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βούμαστος < βοῦς + μαστός η μεταβολή τού βου σε γου πιθ. από… … Dictionary of Greek
αεραγίδα — και αγεραγίδα και γεραγίδα, η νεράιδα, αερικό, ξωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀ(γ)ερ ά(γ)ιδα, με συμφυρμό από τα < ἀ(γ)ερι[ικό + νερ]άιδα και ιτα παρετυμολογική σύνδεση με το γίδα] … Dictionary of Greek