-
1 γέρως
См. также в других словарях:
γέρως — γέρας gift of honour neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕРЕНИЯ — • Gerenĭa, по определению Э. Курциуса, н. Зарната в Мессении, впоследствии принадлежала к Лаконии; здесь родился Нестор или бежал сюда в то время, когда Геракл разрушил Пилос; от того название Γερήνιος ι̉ππότα Νέστωρ и Γερήνιος ου̃ρος … Реальный словарь классических древностей
γεροία — γεροῑα, τα (Α) διηγήσεις ή άσματα τού παλιού καιρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γεροία (πιθ. να πρέπει να αναγνωριστεί Fεροῑα) προέρχεται από ένα κύριο όνομα Γέρως (< γέρων), ως υστερογενής ονοματικός σχηματισμός κατά τα επίθετα σε οιος … Dictionary of Greek