-
1 γάτα
[гата] ουσ. Θ. кошка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γάτα
-
2 кошка
ко́шк||аж ἡ γάτα, ἡ γαλή· ◊ жить как \кошка с собакой разг τά πηγαίνομε σάν τόν σκύλο μέ τή γάτα· у меня \кошкаи скребу́т на сердце разг εἶμαι βαριά ἡ καρδιά μου, εἶμαι στενοχωρημένος· играть в \кошкаи-мышки παίζω σάν τή γάτα μέ τό ποντίκι· ночью все \кошкаи серы погов. λυχνίας σβεσθείσης πἄσα γυνή ὀμοία· зни́ет \кошка, чье мясо съела погов. ^ ὀποιος ἐσκάρωσε τή δουλειά ξέρει τί ἐφτιαξε· черная \кошка пробежала между ними ψυχ-ράθηκαν ὁ£ σχέσεις τους. -
3 кошка
кошка 1-и θ., γεν. πλθ. -шек.1. γάτα, γατί, γαλή. || γούνα από δέρμα γάτας.2. αιλουροειδές ζώο.3. τσιγκέλι, άγκιστρο, συσκευή ανέλκυσης αντικειμένων από το βυθό.4. όργανα οδοντωτά (για στερέωση).5. είδος πλεχτού μαστιγίου.εκφρ.знает -, чьё мясо съела – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•как кошка с собакой – σαν η γάτα με το σκυλί (μαλώνουν)•как угорелая кошка – σε έξαλλη κατάσταση•-и скребут на душе ή на сердце – σπαράζει (ραγίζεται) η καρδιά, λυπούμαι κατάκαρδα•чёрная кошка пробежав ή проскочила между кем – λογομάχησαν, φιλονίκησαν•- и-мышки – η γάτα και το ποντίκι (παιγνίδι).кошка 2-и θ.βυθός αμμώδης ή χαλικώδης. -
4 кошка
-
5 кошка
1. (приспособление для подвешивания талей) το κινούμενο βαρούλκο 2. (приспособление для отыскивания и подъёма со дна затонувших предметов) η αρπαγή (για τα βυθισμένα αντικείμενα) 3. (скоба для подъёма на столбы, мачты) το κλειδί για την αναρρίχηση (σε ιστούς) 4. (зоол) η γάτα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кошка
-
6 курица
курицаж ἡ κότ(τ)α, ἡ ὀρνις, ἡ ὀρνιθά ◊ мокрая \курица ἡ βρεμένη γάτα. -
7 рыбак
рыба||км ὁ ψαρᾶς, ὁ ἀλιεῦς· ◊ \рыбак \рыбакка ви́днт издалека погов. ἡ γάτα γνωρίζει τόν ποντικό κι ἄς εἶναι ἀλευρωμένος. -
8 шить
шитьнесов ράβω, ράπτω:\шить на машинке ράβω στήν ραπτομηχανή· \шить на руках ράβω μέ τό χέρι· \шить шелком κεντώ μέ μετάξι· \шить. серебром ἀσημοκεντώ· \шить золотом χρυσοκεντώ· ◊ шито белыми нитками φαίνεται ἀπό μακρυά· не лыком шит разг κάτι ἀξίζω, κάτι καταλαβαίνω· шито-крыто ὁὔτε γάτα ὁὔτε ζημιά, τά κάνω πλακάκια. -
9 кошка
[κόσκα] ουσ. θ. γάτα -
10 кошка
[κόσκα] ουσ θ γάτα -
11 ангорский
επ.ο της Άγκυρας•-ая кошка η γάτα της Αγκύρας•
-ая коза η γίδα της Άγκυρας•
ангорский кролик κουνέλι της Άγκυρας.
-
12 блудливый
επ., βρ: -лив, -а, -о(απλ.) (γιά ζώα) περιφερόμενος για κλοπή•-ив как кошка, труслив как заяц περιφερόμενος σαν τη γάτα, δειλός σαν το λαγό.
-
13 блудня
-и α. κ. θ.ο περιφερόμενος για κλέψιμο•кошка-блудня γάτα-κλέφτρα.
-
14 вылакать
ρ.σ.μ. λάπτω, λάφτω, καταπίνω με τη γλώσσα (για σκύλο, γάτα κλπ.) -
15 гепард
-а α.μελανόστικτη γάτα των Ινδιών. -
16 душить
душить 1душу, душишь ρ.δ.μ.1. πνίγω, θανατώνω, στραγγαλίζω•кошка -ит цыплят η γάτα πνίγει τα πουλάκια.
|| περιορίζω• εκμηδενίζω•душить критику πνίγω την κριτική•
душить свободу στραγγαλίζω τη λευτεριά.
2. συγκρατώ• σφίγγω•смех его -ит τον πνίγει το γέλιο•
меня -ит кашель με πνίγει ο βήχας•
меня -ит узкий ворот με σφίγγει ο γιακάς.
|| μτφ. καταπιέζω, βασανίζω, κατατρύχω (για σκέψεις, αισθήματα κ.τ.τ.).εκφρ.душить в объятиях – σφιχταγκαλιάζω•душить поцелуями – καταφιλώ.πνίγομαι.душить 2душу, душишьρ.δ.μ.αρωματίζω.αρωματίζομαι. -
17 живьём
επίρ.ζωντανός•живьём проглотила кошка рыбку ζωντανό κατάπιε (καταβρόχθισε) η γάτα το ψαράκι•
живьём захватить кого-н. πιάνω ζωντανό κάποιον•
живьём никому не сдаваться ζωντανός κανένας να μην παραδοθεί.
(διαλκ.) οπως-όπως• γρήγορα, βιαστικά. -
18 загнать
-гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα, μπάζω•загнать скот в двор μπάζω τα ζώα στην αυλή•загнать (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.
2. διώχνω, κυνηγώ•собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυνήγησε τη. γάτα στη στέγη.
3. καταπονώ, κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο•загнать лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει.
4. μπήγω• χώνω•он -ал нож в спину αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη•
загнать сваи μπήγω πασσάλους.
5. (απλ.) πουλώ•он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι•
загнать копейку (ή деньги) βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα.
-
19 задавить
-авлю, -авишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задавленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. πλακώνω, πατώ•машина -ла ребенка το αυτοκίνητο πάτησε το παιδάκι.
2. πνίγω, στραγγαλίζω•кошка -ла цыплят η γάτα έπνιξε τα πουλάκια•
его -ли веревкой τον έπνιξαν με την τριχιά.
3. καταπνίγω, καταστέλλω.πνίγομαι, κρεμιέμαι, απαγχονίζομαι. -
20 запрыгнуть
ρ.σ.1. πηδώ μέσα•кошка -ла в кладовку η γάτα πήδησε μέσα στην αποθήκη.
2. υπερπηδώ•запрыгнуть черту πηδώ πέρα από τη γραμμή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
γάτα — η 1. θηλαστικό σαρκοφάγο αιλουροειδές. 2. φρ., «Σαν τη γάτα με το σκύλο...», γι’ αυτούς που καβγαδίζουν συνέχεια· «Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια», όταν λείπει ο υπεύθυνος όλοι παραμελούν τις δουλειές τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… … Dictionary of Greek
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Otan leipei i gata — Όταν λείπει η γάτα Directed by Alekos Sakellarios Produced by G. Lazaridis D. Sarris Kostas Psarras Written by Alekos Sakellarios Starring … Wikipedia
Oute gata oute zimia — Ούτε γάτα ούτε ζημιά Directed by Alekos Sakellarios Written by Christos Giannakopoulos Starring Vassilis Logothetidis Ilya Livykou Lambros Konstantaras Mimis Fotopoulos … Wikipedia
Последний чёрный кот — Η τελευταία μαύρη γάτα Автор: Евгениос Тривизас Жанр: Детский детектив, роман … Википедия
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
γατί — και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν) 1. η γάτα ή το νεογνό της 2. καχεκτικό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. τού κάττα, με τροπή τού τ σε τσ (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κατσούλα — η 1. κωνικό κάλυμμα τού κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα 2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά 3. (για πτηνά) το λοφίο 4. η γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με… … Dictionary of Greek
σιαμαίος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σιάμ, χώρα τής Ασίας, και στους κατοίκους της 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) ο Σιαμαίος, η Σιαμαία ο κάτοικος τού Σιάμ ή αυτός που κατάγεται από το Σιάμ 3. φρ. α) «σιαμαίοι αδελφοί» ή «σιαμαίοι… … Dictionary of Greek