-
1 βοσκημα
- ατος τό1) пасущееся стадо, скот Soph., Eur., Arph., Xen., Plat.ἐμῆς β. χερός Eur. — вскормленные мною животные
2) голова скота Arst.τὰ ἑκατὸν βοσκήματα Soph. — сотня голов скота
3) досл. корм, пища, перен. удел(πημονῆς Aesch.)
ἐμοὴ ἔστω μόνον β. Soph. — пусть (это) будет моим единственным уделом -
2 βόσκημα
τό1) пастьба; 2) пасущийся скот -
3 βόσκημα
пасомое
- βοσκήματα -
4 βοσκάρια
См. также в других словарях:
βόσκημα — that which is fed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκημα — το (AM βόσκημα) [βόσκω] 1. ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο νεοελλ. η βόσκηση αρχ. η νομή, η τροφή … Dictionary of Greek
βόσκημα — το το να βόσκει κανείς: Το κοπάδι βγήκε για βόσκημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοσκημάτων — βόσκημα that which is fed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήμασι — βόσκημα that which is fed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήμασιν — βόσκημα that which is fed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήματα — βόσκημα that which is fed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήματε — βόσκημα that which is fed neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήματι — βόσκημα that which is fed neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήματος — βόσκημα that which is fed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήματ' — βοσκήματα , βόσκημα that which is fed neut nom/voc/acc pl βοσκήματι , βόσκημα that which is fed neut dat sg βοσκήματε , βόσκημα that which is fed neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)