Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βυζί

  • 1 βυζί

    [визи] ουσ. о. женская грудь, сосок.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βυζί

  • 2 грудь

    груд||ь
    ж
    1. τό στήθος / ὁ θώρακας [-αξ] (грудная клетка):
    дышать полной \грудьью παίρνω βαθειά ἀνάσα, ἀναπνέω βαθειά· бить себя в \грудь прям., перен χτυπιέμαι, στηθοκοπιέμαι, στηθοδέρνομαι·
    2. (женская) τό στήθος, τό βυζί, ὁ μαστός:
    кормить \грудьью θηλάζω, βυζάνω· отнимать от \грудьй ἀποθηλάζω, ξεκόβω ἀπ' τό βυζί· ◊ стоять \грудьью за кого-л., что-л. προβάλλω τό στήθος μου (или προτάσσω τά στήθη μου) γιά νά ὑπερασπίσω κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > грудь

  • 3 засосать

    засосать
    сов
    1. (начать сосать) παίρνω τό βυζί, ἀρχίζω νά βυζαίνω·
    2. см. засасывать.

    Русско-новогреческий словарь > засосать

  • 4 грудь

    -и, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. στήθος, στέρνο• θώρακας.
    2. μαστός, βυζί, στήθος•

    кормить -ью θηλάζω, βυζαίνω•

    дать грудь ребенку θηλάζω το βρέφος•

    отнять от -и αποθηλάζω, ξεκόβω.

    3. επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή.
    εκφρ.
    грудь с -ью ή грудь на грудь биться, сражаться – στήθος με στήθος, σώμα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι•
    - ью проложить себе дорогу – με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)•
    стоять (стать, в стать) -ью – προβάλλω, Ιπροτείνω•τό στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας).

    Большой русско-греческий словарь > грудь

См. также в других словарях:

  • βυζί — το 1. ο μαστός του ανθρώπου και των θηλαστικών ζώων: Ήπιε πολύ γάλα από το βυζί της μάνας του. 2. ο θηλασμός, το βύζαγμα: Το μωρό γυρεύει συνέχεια βυζί. 3. μτφ., πηγή ωφελημάτων: Βρήκε βυζί και βυζαίνει. 4. μτφ., ό,τι μοιάζει με μαστό: Τα βυζιά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυζί — το (Μ βυζίον και βυζίν) ο μαστός των ανθρώπων και των Θηλαστικών (γενικότερα) νεοελλ. 1. ο θηλασμός 2. το μητρικό γάλα 3. οτιδήποτε μοιάζει με μαστό ή θηλή (όπως π. χ. οι θηλές του χταποδιού) 4. πηγή από την οποία προέρχονται οφέλη, κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • άβυζος — η, ο [βυζί] (για γυναίκες) αυτή που έχει ατροφικά στήθη …   Dictionary of Greek

  • αγούμαστος — ο 1. είδος σταφυλιού με μεγάλες και μακρουλές ρώγες 2. το κλήμα που παράγει τέτοια σταφύλια 3. διάφορα είδη εκλεκτών σταφυλιών (λευκά, μαύρα, κόκκινα κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βούμαστος < βοῦς + μαστός η μεταβολή τού βου σε γου πιθ. από… …   Dictionary of Greek

  • αδροβύζα — η αυτή που έχει αδρές, μεγάλες θηλές, ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + βυζί] …   Dictionary of Greek

  • βούζουνας — ο και βουζούνα, η και βουζούνι, το σπυρί με πύο, δοθιήν, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. βυζούνι < βυζούνι < βύζα, μεγεθ. του ουσ. βυζί*. Ο τ. βούζουνας μεγεθ. του ουσ. βουζούνι] …   Dictionary of Greek

  • βυζάκι — το το μικρό βυζί …   Dictionary of Greek

  • βυζού — η αυτή που έχει μεγάλα βυζιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυζί + (μεγεθ. κατάληξη) ου (πρβλ. γλωσσού, υπναρού)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»