Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βρεγμένος

  • 1 βρεγμένος

    [врэгмэнос] εκ. мокрый, промокший,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βρεγμένος

  • 2 мокрый

    мокрый μουσκεμένος, βρεγμένος· υγρός (влажный)
    * * *
    μουσκεμένος, βρεγμένος; υγρός ( влажный)

    Русско-греческий словарь > мокрый

  • 3 сырой

    1. (необработанный) ακατέργαστος 2. (влажный) υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος 3. (не подвергшийся тепловой обработке) ωμός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сырой

  • 4 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 5 мокрый

    мокр||ый
    прил μουσκεμένος, βρεγμένος, ὑγρός:
    \мокрыйая тряпка ἡ βρεγμένη πατσαβοῦρα· \мокрыйые волосы τά βρεγμένα μαλλιά· ◊ глаза на \мокрыйом ме́сте разг εἶναι Ετοιμος νά κλάψει.

    Русско-новогреческий словарь > мокрый

  • 6 мокрый

    [μόκρυΐ] εκ. βρεγμένος

    Русско-греческий новый словарь > мокрый

  • 7 мокрый

    [μόκρυϊ] επ βρεγμένος

    Русско-эллинский словарь > мокрый

  • 8 мокрый

    επ., βρ: мокр, мокра, мокро υγρός, νοτερός, μουσκεμένος, βρεγμένος. || βροχερός•

    погода -ая καιρός βροχερός.

    εκφρ.
    -ое место останется от кого; -го места не останется от кого – δε θα μείνει τίποτε (απειλή).

    Большой русско-греческий словарь > мокрый

  • 9 мочливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    (διαλκ.) υγρός, νοτερός• βρεγμένος, μουσκεμένος. || (για καιρό) βροχερός.

    Большой русско-греческий словарь > мочливый

  • 10 отмочный

    επ.
    μουσκεμένος, βρεγμένος.

    Большой русско-греческий словарь > отмочный

  • 11 сырой

    επ., βρ: сыр, сыра, сыро.
    1. υγρός, νότιος• νωπός• βρεγμένος, μουσκευμένος•

    -ое бель υγρά ρούχα•

    -ые дрова βρεγμένα ή χλωρά καυσόξυλα•

    сырой воздух υγρός αέρας•

    -ая погода υγρός καιρός•

    сырой климат υγρό κλίμα.

    2. ωμός, άψητος• άβραστος• φρέσκος•

    -ое молоко άβραστο (φρέσκο) γάλα•

    пить -ую воду πίνω άβραστο νερό•

    сырой хлеб άψητο (γλοιώδες) ψωμί.

    || μτφ. ανεπεξέργαστος, χλιαρός.

    Большой русско-греческий словарь > сырой

См. также в других словарях:

  • αιματόβρεχτος — και αιματοβρεγμένος, η, ο ο βρεγμένος, βουτηγμένος με αίμα, γεμάτος αίματα …   Dictionary of Greek

  • ακατάδευστος — ἀκατάδευστος, ον (Μ) [καταδεύω] αυτός που δεν είναι βρεγμένος, ο στεγνός …   Dictionary of Greek

  • αστράγγιστος — ιχτος και ιγος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει στραγγιχθεί, που δεν έχει υποστεί διήθηση («αστράγγιστο γιαούρτι») 2. εκείνος που είναι ακόμη βρεγμένος γιατί δεν του αφαιρέθηκε αρκετό υγρό με συμπίεση ἡ άπλωμα («αστράγγιστα ρούχα», «αστράγγιστο… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • βουτηχτός — ή, ό [βουτώ] 1. αυτός που έχει βυθιστεί σε νερό, υγρό, χρέος κ.λπ. 2. βρεγμένος, σκεπασμένος από υγρό («βουτηχτός στη λάσπη», «βουτηχτός στο αίμα» κ.λπ.) 3. (για ψάρια και θαλασσινά) εκείνος που ψαρεύεται με βουτιές …   Dictionary of Greek

  • βρεχτός — (AM βρεκτός) [βρέχω] βρεγμένος, μαλακός …   Dictionary of Greek

  • δίβροχος — δίβροχος, ον (Α) ο ποτισμένος, βρεγμένος δύο φορές («ἐάν τε δίβροχον ἐάν τε τρίβροχον βούλη ποιεῑν», Διοσκουρίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βροχος < βροχή] …   Dictionary of Greek

  • δίομβρος — δίομβρος, ον (Α) [όμβρος] 1. βρεγμένος από τη βροχή 2. βροχερός …   Dictionary of Greek

  • δακρύβρεκτος — και δακρύβρεχτος, η, ο 1. ο βρεγμένος με δάκρυα 2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος 3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα) εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 …   Dictionary of Greek

  • δημός — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • διάβροχος — η, ο (AM διάβροχος, ον) [διαβρέχω] βρεγμένος, καταμουσκεμένος αρχ. 1. δακρυσμένος 2. μεθυσμένος 3. αυτός που κατέχεται υπερβολικά από κάποιο πάθος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»