-
1 βραχυπρόθεσμος
[врахипротэзмос]εκ. краткосрочный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βραχυπρόθεσμος
-
2 краткосрочный
βραχυπρόθεσμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краткосрочный
-
3 вклад
1. (внесение денег на счет) η κατάθεση 2. (сумма, находящаяся на счете в банке, количество денег на счете) о λογα-ριασμ/ός 3. (в науку и т.п.) η συμβολή, η συνεισφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вклад
-
4 планирование
I. 1. (составление плана или проекта постройки, сооружения и т.п.) η σχεδίαση, ο σχεδιασμός 2. (расположение чего-л. согласно чертежу, плану) η σχεδίαση 3. (составление плана каких-л. мероприятий, развития чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο 4. эк. о σχεδιασμ/ός, ο προγραμματισμός II. ав. η ανεμοπορία, η ανεμοπλοία, η ομαλή κάθοδος με σβηστό κινητήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планирование
-
5 краткосрочный
краткосрочныйприл βραχυπρόθεσμος. -
6 краткосрочный
[κρατκασρότσνυϊ] επ. βραχυπρόθεσμος -
7 краткосрочный
[κρατκασρότσνυϊ] επ. βραχυπρόθεσμος -
8 краткосрочный
[κρατκασρότσνυϊ] επ βραχυπρόθεσμος -
9 краткосрочный
[κρατκασρότσνυϊ] επ βραχυπρόθεσμος -
10 краткосрочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно; βραχυπρόθεσμος•-ая ссуда βραχυπρόθεσμο δάνειο.
|| μικρής διάρκειας•краткосрочный отпуск ολιγοήμερη άδεια.
См. также в других словарях:
βραχυπρόθεσμος — η, ο αυτός που έχει σύντομη προθεσμία, που η ισχύς ή οι προοπτικές του εξαντλούνται σε σύντομο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + προθεσμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη] … Dictionary of Greek
βραχυπρόθεσμος — η, ο επίρρ. βραχυπρόθεσμα αυτός που έχει μικρή προθεσμία, αυτός που λήγει σε σύντομο χρόνο: Η τράπεζα του χορήγησε μόνο ένα βραχυπρόθεσμο δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek