-
1 помощь
помощь ж η βοήθεια* оказать \помощь βοηθώ, παρέχω βοήθεια· первая \помощь η πρώτη βοήθεια· при \помощьи με τη βοήθεια* * *жη βοήθειαоказа́ть по́мощь — βοηθώ, παρέχω βοήθεια
пе́рвая по́мощь — η πρώτη βοήθεια
при по́мощьи — με τη βοήθεια
-
2 гул
-
3 шум
ο θόρυβ/οςο βόμβοςη βοήτο βουητό, το βούισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шум
-
4 гам
гамм разг ὁ θόρυβος, ἡ ταραχή, ἡ βοή, τό πατιρντί. -
5 гудение
гудениес ἡ βοή, ὁ βόμβος / ὁ συριγμός, τό σφύριγμα (гудка). -
6 гул
гулм ἡ βοή, τό βουητό / ἡ ὁχλοβοή (голосов):\гул орудий ὁ βρόντος τών κανονιών. -
7 рокот
рокотм ἡ βο(υ)ή / τό μπουμπουνητό (канонады и т. п.):\рокот волн ἡ βοή τῶν κυμάτων' \рокот моря τό μουγκρητό της θάλασσας. -
8 гул
[γκούλ] ουσ α βοή, βουητό -
9 гул
[γκούλ] ουσ α βοή, βουητό -
10 гул
[γκούλ] ουσ α βοή, βουητό -
11 гул
[γκούλ] ουσ α βοή, βουητό -
12 вопль
-я α.κραυγή, βοή, ξεφωνητό. || φωνή γοερή, κλαυθμός, ορυγμός.
См. также в других словарях:
βοή — βοή, η και βουή, η 1. συγκεχυμένος, συνεχής, σταθερός ήχος, θόρυβος, βόμβος: Η βουή του δρόμου ακουγόταν ως το σπίτι μου. 2. κακή φήμη: Αλίμονο στον άνθρωπο που θα του βγει βοή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοή — loud cry fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
βοῇ — βόειος of an ox fem dat sg (attic epic ionic) βοάω cry aloud pres subj mp 2nd sg (doric) βοάω cry aloud pres ind mp 2nd sg (doric) βοάω cry aloud pres subj act 3rd sg (doric) βοάω cry aloud pres ind act 3rd sg (doric) βοάω cry aloud pres subj mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοὴ λαοῦ, βοὴ Θεοῦ. — βοὴ λαοῦ, βοὴ Θεοῦ. См. Глас народа, глас Божий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βοῆ — βόειος of an ox neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) βόειος of an ox fem nom/voc sg (attic epic ionic) βοείη of an ox fem nom/voc sg (attic epic ionic) βοεύς rope of ox hide masc nom/voc/acc dual βοεύς rope of ox hide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόη — βόα fish fem nom/voc sg (attic epic ionic) βοάω cry aloud pres imperat act 2nd sg (doric) βοάω cry aloud pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) βοάω cry aloud imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοῆι — βοῇ , βόειος of an ox fem dat sg (attic epic ionic) βοῇ , βοάω cry aloud pres subj mp 2nd sg (doric) βοῇ , βοάω cry aloud pres ind mp 2nd sg (doric) βοῇ , βοάω cry aloud pres subj act 3rd sg (doric) βοῇ , βοάω cry aloud pres ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοαί — βοή loud cry fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήν — βοή loud cry fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek