Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βούλιαγμα

См. также в других словарях:

  • βούλιαγμα — το 1. η καταβύθιση, ο καταποντισμός: Το βούλιαγμα της βάρκας οφειλόταν στο υπερβολικό φορτίο. 2. η κατάρρευση, η καθίζηση: Οι σεισμοί προκάλεσαν το βούλιαγμα της γεφυρούλας που ένωνε τις δύο πλευρές του δρόμου. 3. το βαθούλωμα, ο λάκκος: Τα πολλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούλιαγμα — το 1. καταβύθιση, καταποντισμός 2. καθίζηση, κατάρρευση 3. λάκκος, βαθούλωμα 4. ηθική ή οικονομική καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • καταβύθιση — η 1. το να καταβυθιστεί κάτι, το βούλιαγμα, ο καταποντισμός («η καταβύθιση τού πλοίου») 2. ο σχηματισμός ιζήματος, καθίζηση 3. χημ. διεργασία κατά την οποία σχηματίζεται μια αδιάλυτη στερεά ουσία μέσα σε ένα διάλυμα 4. γεωλ. κατακόρυφη προς τα… …   Dictionary of Greek

  • κατακάθισμα — το [κατακαθίζω] 1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα 2. κατακάθι* 3. καθησύχαση, κατευνασμός …   Dictionary of Greek

  • καταπόντιση — η (Μ καταπόντισις) [καταποντίζω] καταβύθιση στη θάλασσα, βούλιαγμα, πνίξιμο νεοελλ. ιατρ. είδος θανάτου από ασφυξία με βύθιση τού κεφαλιού μέσα στο νερό μσν. είδος ποινής ή θρησκευτικής πράξης κατά την οποία έριχναν τον ένοχο ζωντανό στη θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • φουντάρισμα — το, Ν [φουντάρω] 1. βίαιη βύθιση, καταβύθιση, βούλιαγμα 2. πόντιση τής άγκυρας, αγκυροβόλημα …   Dictionary of Greek

  • βύθιση — η 1. το βούλιαγμα, ο καταποντισμός: Η φοβερή τρικυμία κατέληξε στη βύθιση του πλοίου. 2. μτφ., λήθαργος, νάρκη: Έπεσε σε βύθιση από την πολλή στενοχώρια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθισμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθίζω, ο τρόπος που κάθεται κάποιος: Τι προκλητικό κάθισμα είναι αυτό! 2. κατολίσθηση, βούλιαγμα: Αυτή η πολυκατοικία έπαθε ένα μικρό κάθισμα. 3. καρέκλα, θρανίο, σκαμνί κ.ά. Δεν υπάρχουν καθίσματα για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθίζηση — η κατολίσθηση, βούλιαγμα: Στο δρόμο μεταξύ Αιγίου και Πατρών έγιναν τελευταία πολλές καθιζήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβύθισμα — το βούλιαγμα: Βλέπαμε το καταβύθισμα του ακυβέρνητου πλοίου από μακριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακάθισμα — το 1.καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα. 2. κατακάθι (βλ. λ.). 3. μτφ., ηρέμηση, καλμάρισμα, κατευνασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»