-
1 βουρτσίζω
μετ. чистить, начищать до блеска щёткой -
2 βουρτσίζω
[вурцизо] р. чистить щеткой.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βουρτσίζω
-
3 βουρτσίζω
[вурцизо] ρ чистить щеткой. -
4 βουρτσίζω
brosser -
5 βουρτσίζω
szczotkować czas. -
6 βουρτσίζω
kartáčovat -
7 βουρτσίζω
brushΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βουρτσίζω
-
8 brosser
βουρτσίζω -
9 kartáčovat
βουρτσίζω -
10 szczotkować
βουρτσίζω -
11 чистить
чистить 1) καθαρίζω; βουρτσίζω (щёткой)' \чистить ботинки λουστράρω τα παπούτσια; \чиститьплатье βουρτσίζω το φόρεμα; \чистить зубы καθαρίζω τα δόντια 2) (овощи, фрукты и т. п.) ξεφλουδίζω, καθαρίζω* * *1) καθαρίζω; βουρτσίζω ( щёткой)чи́стить боти́нки — λουστράρω τα παπούτσια
чи́стить пла́тье — βουρτσίζω το φόρεμα
чи́стить зу́бы — καθαρίζω τα δόντια
2) (овощи, фрукты и т. п.) ξεφλουδίζω, καθαρίζω -
12 чистить
чи́ст||итьнесов1. καθαρίζω / βουρτσίζω (щеткой):\чистить зу́бы καθαρίζω τά δόντια· \чистить о́бувь βάφω παπούτσια· \чистить платье βουρτσίζω τό φόρεμά \чистить посуду τρίβω τά μαγειρικά σκεύη· \чистить лошадь ξυστρίζω τό ἄλογο· \чистить до блеска στιλβώνω, στιλ-πνῶ·2. (продукты питания) ξεφλουδίζω, καθαρίζω / μαδώ (перья)/ ξεκοιλιάζω (потрошить):\чистить орехи ξετσοφλιάζω τά καρύδια. -
13 brush
1. noun1) (an instrument with bristles, wire, hair etc for cleaning, scrubbing etc: a toothbrush; He sells brushes.) βούρτσα, πινέλο2) (an act of brushing.) βούρτσισμα3) (a bushy tail of a fox.) φουντωτή ουρά4) (a disagreement: a slight brush with the law.) αψιμαχία2. verb1) (to rub with a brush: He brushed his jacket.) βουρτσίζω2) (to remove (dust etc) by sweeping with a brush: brush the floor.) σκουπίζω3) (to make tidy by using a brush: Brush your hair!) βουρτσίζω4) (to touch lightly in passing: The leaves brushed her face.) αγγίζω ελαφρά•- brush away
- brush up
- give
- get the brush-off -
14 вычищать
вычищатьнесов καθαρίζω, παστρεύω/ βουρτσίζω (щеткой). -
15 обчистить
обчиститьсов обчищать несов1. καθαρίζω, παστρευω / βουρτσίζω (щет-"δύνω (обокРаш") разг ληστεύω, -
16 отчищать
отчищатьнесов καθαρίζω / βγάζω, ἐξαλείφω (пятно и т. п.) / βουρτσίζω (щеткой):\отчищать грязь καθαρίζω τίς λάσπες. -
17 смахивать
смахиватьнесов, смахнуть сов βουρτσίζω/ διώχνω (мух и т. п.):\смахивать пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη· \смахивать слезу́ σκουπίζω τό δάκρυ. -
18 щетка
щеткаж ἡ βούρτσα, ἡ ψήκτρα:зубная \щетка ἡ ὁδοντόβουρτσα· сапожная \щетка ἡ βούρτσα γιά τά παπούτσια· чистить \щеткаой βουρτσίζω. -
19 βουρτσάρω
см. βουρτσίζω -
20 чистить
[τσίσπτ'] ρ. καθαρίζω, βουρτσίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βουρτσίζω — βουρτσίζω, βούρτσισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βουρτσίζω — (Μ βουρτσίζω και βυρτσίζω) 1. καθαρίζω κάτι με βούρτσα 2. γυαλίζω κάτι με βούρτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. βουρτσίζω, το μσν. βυρτσίζω πιθ. < αρχ. βύρσα*] … Dictionary of Greek
βουρτσίζω — ισα, ίστηκα, βουρτσισμένος, καθαρίζω ή γυαλίζω κάτι με βούρτσα: Βούρτσισα τα ρούχα και τα παπούτσια μου να φύγει η σκόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηκτρίζω — ΝΜΑ [ψήκτρα] (σχετικά με άλογο) ξυστρίζω νεοελλ. καθαρίζω ή γυαλίζω με βούρτσα, βουρτσίζω μσν. βουρτσίζω προς τα κάτω … Dictionary of Greek
αβούρτσιστος — η, ο [βουρτσίζω] αυτός που δεν ξεσκονίστηκε, δεν γυαλίστηκε ή δεν χτενίστηκε με βούρτσα … Dictionary of Greek
βυρτσίζω — βλ. βουρτσίζω … Dictionary of Greek
μεταψαίρω — (Α) προστρίβω, τρίβω, βουρτσίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * ψαίρω «κινούμαι, τινάζομαι»] … Dictionary of Greek
ψήχω — ΝΑ καθαρίζω με τη βούρτσα, βουρτσίζω αρχ. 1. ξυστρίζω («ἱπποκόμοι ψήχοντες τοὺς ἵππους ψόφον ἐποίουν», Ξεν.) 2. τρίβω ελαφρά («φαρμάκῳ ἔψηχεν θηρὸς κάρη», Απολλ. Ροδ.) 3. φθείρω, καταστρέφω με την τριβή («πέτρην ψήχει χρόνος», Ανθ. Παλ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek