-
1 βουρκώνω
[вурконо] р. иметь глаза полные слвз.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βουρκώνω
-
2 заволакивать
заволакиватьнесов συννεφιάζω, σκεπάζομαι μέ σύννεφα (тучами, облаками)! βουρκώνω (слезами). -
3 заволакиваться
заволакивать||сяσκεπάζομαι μέ σύννεφα (тучами, облаками)/ βουρκώνω (слезами).
См. также в других словарях:
βουρκώνω — βουρκώνω, βούρκωσα, βουρκωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βουρκώνω — και βουλκώνω (Μ βουρκώνω και βουλκώνω) [βούρκος, βούλκος] Ι. 1. (για τα μάτια) γίνομαι θολός από τα δάκρυα 2. θλίβομαι, λυπάμαι II. βουρκώνομαι νεοελλ. 1. θολώνομαι, ταράζομαι 2. εξοργίζομαι, αγανακτώ III. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) βουρκωμένος, η … Dictionary of Greek
βουρκώνω — ωσα, βουρκωμένος 1. μεταβάλλομαι σε βούρκο, θολώνω: Τα ποτάμια βούρκωσαν από τη λάσπη που κατέβασε το νερό της βροχής. 2. σκοτεινιάζω: Ο καιρός βούρκωσε. 3. μτφ., είμαι έτοιμος να δακρύσω, να κλάψω: Τα μάτια του βούρκωσαν από το παράπονο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβούρκωτος — η, ο 1. (για νερό) αθόλωτος, καθαρός 2. (για μάτια) αδάκρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουρκώνω < βούρκος] … Dictionary of Greek
βούρκωμα — το [βουρκώνω] 1. η ρύπανση με βούρκο ή λάσπη 2. η θόλωση του νερού 3. η θόλωση του ουρανού 4. η θόλωση των ματιών … Dictionary of Greek
δειλιώ — (AM δειλιῶ, άω) [δειλία] κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από δειλία (α. «ειν άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῑς πολεμίοις») μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek