-
1 гофрировать
-руга, -руешьρ.δ.μ.σχηματοποιώ, διαποικίλλω ύφασμα, δέρμα κλπ., πλουμίζω. || παλ. κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζω, φριζάρω, οντουλάρω.παλ. διαποικίλλομαι, πλουμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
2 завить
-вью, -вьешь, παρλθ. χρ. завил, -ла, -ло; προστκ. завей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завитый, βρ: -вит, -а, -оρ.σ.μ.κατσαρώνω, σγουραίνχο, βοστρυχίζω, κάνω μπούκλες• στρίβω. || πλέκω•завить венки πλέκω στεφάνια.
|| περιτυλίγω, περιελίσσω.εκφρ.завить горе веревочкой – πνίγω τη θλίψη.1. βλ. ρ. ενεργ.2. στρίβομαι, κλώθομαι.3. οντουλάρομαι.4. αρχίζω να περιπλέκομαι κλπ. ρ. βλ. виться. -
3 навить
-вью, -вьшь, παρλθ. χρ. навил, -ла, -ло, προστκ. навей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навитый, βρ: -вит, -а, -оρ.σ.μ.1. περιτυλίγω, μαζεύω κλωστή πηνίζω καρουλιάζω, μασουρίζω.2. κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζω, οντουλάρω.3. πλέκω•навить канатов πλέκω καραβόσχοινα.
4. συσσωρεύω, μαζεύω.5. (διαλκ.) γεμίζω φορτώνω (με το δικράνι κάρο, έλκυθρο κ.τ.τ.).περιτυλίγομαι, πηνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
4 плоить
плою, плоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плоённый, βρ: плон, плоена, плоеноρ.δ.παλ. βοστρυχίζω, -ώνω, οντουλάρω, φριζάρω.βοστρυχίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
5 подвить
См. также в других словарях:
βοστρυχίζω — (Α) [βόστρυχος] 1. σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά 2. (για ύφος λόγου) πλέκω, στολίζω … Dictionary of Greek
βοστρυχίζουσι — βοστρυχίζω curl pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βοστρυχίζω curl pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβοστρύχιζον — βοστρυχίζω curl imperf ind act 3rd pl βοστρυχίζω curl imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχιζομένους — βοστρυχίζω curl pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχιζόμενοι — βοστρυχίζω curl pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχιζόμενος — βοστρυχίζω curl pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχίζεται — βοστρυχίζω curl pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχίζων — βοστρυχίζω curl pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριζάρω — Ν σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friser «βοστρυχίζω, κατσαρώνω τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek