Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
βομβύκινος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
βομβύκινος — και βαμβάκινος και βαβύκινος, η, ον (Μ) [βόμβυξ (Ι)] μεταξωτός … Dictionary of Greek
βομβύκινον — βομβύκινος silken masc acc sg βομβύκινος silken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβυκίνῳ — βομβύκινος silken masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβύκινα — βομβύκινος silken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβύκινοι — βομβύκινος silken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβάκινος — η, ο (Μ βαμβάκινος, η, ον) νεοελλ. βαμβακερός μσν. βομβύκινος, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία προέρχεται από το βάμβαξ ( άκι) και μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα, ενώ με τη μεσαιωνική της σημασία… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek