Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βολέψω!

  • 1 деть

    дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").
    1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•

    куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•

    он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.

    2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.
    εκφρ.
    деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•
    этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•
    не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•
    не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.
    1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•

    куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•

    куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•

    2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω.

    Большой русско-греческий словарь > деть

См. также в других словарях:

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»