-
1 imdat
βοήθεια -
2 medet
βοήθεια -
3 aide
βοήθεια -
4 pomocnice
βοήθεια -
5 přispění
βοήθεια -
6 himmet
βοήθεια, κόπος -
7 yardım
βοήθεια, αρωγή, επικουρία, (bagis)συμβολή -
8 yardımcılık
βοήθεια, υποyardımcılık -
9 помощь
помощ||ьж ἡ βοήθεια, ἡ συνδρομή, ἡ ἀρωγή:первая \помощь ἡ πρώτη βοήθειά взаимная \помощь ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ ἀμον-βαία ἀρωγή· экономическая (техническая) \помощь ἡ οίκονομική (τεχνική) βοήθεια· оказывать \помощь παρέχω βοήθεια· подать ру́ку \помощьи τείνω χείρα βοηθείας, δίνω βοήθεια· взывать о \помощьи ζητώ βοήθεια, καλώ σέ βοήθεια· при \помощьи μέ τήν βοήθεια -
10 помощь
-и θ.βοήθεια• αρωγή• συνδρομή• υποστήριξη• συμπαράσταση•без посторонней -и χωρίς ξένη βοήθεια•
оказать помощь βοηθώ, έρχομαι αρωγός•
взаимная помощь αλληλοβοήθεια•
звать на помощь καλώ σε βοήθεια•
медицинская помощь ιατρική βοήθεια•
скорая медицинская помощь η πρώτη ιατρική βοήθεια•
с -ью ή при -и με τη βοήθεια.
-
11 помощь
помощь ж η βοήθεια* оказать \помощь βοηθώ, παρέχω βοήθεια· первая \помощь η πρώτη βοήθεια· при \помощьи με τη βοήθεια* * *жη βοήθειαоказа́ть по́мощь — βοηθώ, παρέχω βοήθεια
пе́рвая по́мощь — η πρώτη βοήθεια
при по́мощьи — με τη βοήθεια
-
12 содействие
содействие с η συμπαράσταση; η βοήθεια (помощь)' оказать \содействие συντρέχω; при \содействиеи... με τη βοήθεια...* * *сη συμπαράσταση; η βοήθεια ( помощь)оказа́ть соде́йствие — συντρέχω
при соде́йствии... — με τη βοήθεια...
-
13 содействие
-я ουδ.συνδρομή, βοήθεια, αρωγή• συμπαράσταση•просить -я ζητώ βοήθεια•
оказать содействие παρέχω βοήθεια•
при -и με τη βοήθεια.
-
14 взывать
взыватьнесов (о чем-л. к кому-л.) κάνω ἔκκληση, ἐπικαλούμαι:\взывать о помощи καλώ σέ βοήθεια, ζητώ βοήθεια, ἐπικαλούμαι τή βοήθεια. -
15 содействие
содейств||иес ἡ σύμπραξη, ἡ συμβολή, ἡ βοήθεια, ἡ ἀρωγή:оказать \содействие παρέχω βοήθεια, συνδράμω· при \содействиеии μέ τή βοήθεια, μέ τή συνδρομή. -
16 благодаря
благодаря χάρη σε, ένεκα, εξαιτίας \благодаря вашей помощи χάρη στη βοήθεια σας' \благодаря тому, что... χάρη στο ότι...* * *χάρη σε, ένεκα, εξαιτίαςблагодаря́ ва́шей по́мощи — χάρη στη βοήθεια σας
благодаря́ тому́, что... — χάρη στο ότι...
-
17 взаимный
взаимный αμοιβαίος \взаимныйая помощь η αλληλοβοήθεια, η αμοιβαία βοήθεια* * *взаи́мная по́мощь — η αλληλοβοήθεια, η αμοιβαία βοήθεια
-
18 медицинский
медицинский ιατρικός· \медицинскийая помощь η ιατρική βοήθεια· \медицинскийое обслуживание η ιατρική περίθαλψη* * *медици́нская по́мощь — η ιατρική βοήθεια
медици́нское обслу́живание — η ιατρική περίθαλψη
-
19 неотложный
неотложный: \неотложныйая помощь η πρώτη βοήθεια· \неотложный вопрос το φλέγον ζήτημα· \неотложныйое дело η επείγουσα υπόθεση* * *неотло́жная по́мощь — η πρώτη βοήθεια
неотло́жный вопро́с — το φλέγον ζήτημα
неотло́жное де́ло — η επείγουσα υπόθεση
-
20 обращаться
обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι* * *1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαιобраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση
обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον
обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό
обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση
2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι
См. также в других словарях:
βοηθεία — βοηθείᾱ , βοήθεια help fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείᾳ — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — help fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… … Dictionary of Greek
βοήθεια — η 1. αρωγή, συνδρομή, ενίσχυση: Στις μέρες μας, η ανθρωπιστική βοήθεια είναι απαραίτητη. 2. η ελεημοσύνη ή η αρωγή σε είδος: Έδωσα μια μικρή βοήθεια στο ζητιάνο έξω από την εκκλησία. 3. ως επιφ.: Βοήθεια! τρέξτε να με σώσετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθει' — βοήθεια , βοήθεια help fem nom/voc sg βοήθειαι , βοήθεια help fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαι — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθειῶν — βοήθεια help fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαιν — βοήθεια help fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαις — βοήθεια help fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)