-
1 взаимопомощь
взаимопомощь ж η αλλη λοβοήθεια касса \взаимопомощьи το τα μείο αλληλοβοήθειας договор о \взаимопомощьи το σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας* * *жη αλληλοβοήθειαка́сса взаимопо́мощи — το ταμείο αλληλοβοήθειας
догово́р о взаимопо́мощи — το σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας
-
2 договор
договор м το σύμφωνο, το συμφωνητικό το συμβόλαιο (контракт )' η συμφωνία (соглашение ) η συνθήκη (пакт)' заключить (расторгнуть) \договор κλείνω (ακυρώ) συμφωνία коллективный \договор η συλλογική σύμβαση трудовой \договор η εργατική σύμβαση \договор о дружбе и взаимной помощи το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας* * *мзаключи́ть (расто́ргнуть) догово́р — κλείνω (ακυρώ) συμφωνία
коллекти́вный догово́р — η συλλογική σύμβαση
трудово́й догово́р — η εργατική σύμβαση
догово́р о дру́жбе и взаи́мной по́мощи — το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας
-
3 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
-
4 взаимопомощь
взаимопо́мощ||ьж ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ ἀλληλεγγύη:касса \взаимопомощьи τό ταμείον ἀλληλοβοήθειας (или ἀλληλεγγύης)· пакт о \взаимопомощьи τό σύμφωνο[ν] ἀμοιβαίας βοηθείας. -
5 договор
договорм τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):\договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία. -
6 нуждаться
нужд||атьсянесов1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:\нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά. -
7 оказание
оказа||ниес ἡ παροχή:\оказание помощи ἡ παροχή βοηθείας. -
8 пакт
пактм τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση [-ις]:\пакт о дру́жбе и взаимопомощи τό σύμφω· νο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· \пакт мира τό σύμφωνο[ν] είρἡνης. -
9 помощь
помощ||ьж ἡ βοήθεια, ἡ συνδρομή, ἡ ἀρωγή:первая \помощь ἡ πρώτη βοήθειά взаимная \помощь ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ ἀμον-βαία ἀρωγή· экономическая (техническая) \помощь ἡ οίκονομική (τεχνική) βοήθεια· оказывать \помощь παρέχω βοήθεια· подать ру́ку \помощьи τείνω χείρα βοηθείας, δίνω βοήθεια· взывать о \помощьи ζητώ βοήθεια, καλώ σέ βοήθεια· при \помощьи μέ τήν βοήθεια -
10 протягивать
протягиватьнесов1. (натягивать) τεντώνω, ἀπλώνω·2. (вытягивать) ἀπλώνω, τείνω, προτείνω:\протягивать руку за чем-л. ἀπλώνω τό χέρι νά πάρω· \протягивать ру́ку кому́-л. а) προσφέρω τό μπράτσο μου, προσφέρω τόν βραχίονα μου, б) (для рукопожатия) προτείνω τό χέρι μου· ◊ \протягивать ру́ку помощи δίνω βοήθεια, τείνω χείρα βοηθείας. -
11 child welfare
1) (aid provided to dependent children.) παροχή βοήθειας σε παιδιά2) (concern for the living conditions etc of children: She has a job as a child welfare officer.) κοινωνική πρόνοια ανήλικων παιδιών -
12 give/lend a helping hand
(to help or assist: I'm always ready to give/lend a helping hand.) τείνω χείρα βοηθείας -
13 hand
[hænd] 1. noun1) (the part of the body at the end of the arm.) χέρι2) (a pointer on a clock, watch etc: Clocks usually have an hour hand and a minute hand.) δείκτης3) (a person employed as a helper, crew member etc: a farm hand; All hands on deck!) βοηθός,μέλος πληρώματος4) (help; assistance: Can I lend a hand?; Give me a hand with this box, please.) χεράκι,χείρα βοηθείας5) (a set of playing-cards dealt to a person: I had a very good hand so I thought I had a chance of winning.) χαρτωσιά6) (a measure (approximately centimetres) used for measuring the height of horses: a horse of 14 hands.) παλάμη7) (handwriting: written in a neat hand.) γραφικός χαρακτήρας2. verb(often with back, down, up etc)1) (to give (something) to someone by hand: I handed him the book; He handed it back to me; I'll go up the ladder, and you can hand the tools up to me.)2) (to pass, transfer etc into another's care etc: That is the end of my report from Paris. I'll now hand you back to Fred Smith in the television studio in London.)•- handful- handbag
- handbill
- handbook
- handbrake
- handcuff
- handcuffs
- hand-lens
- handmade
- hand-operated
- hand-out
- hand-picked
- handshake
- handstand
- handwriting
- handwritten
- at hand
- at the hands of
- be hand in glove with someone
- be hand in glove
- by hand
- fall into the hands of someone
- fall into the hands
- force someone's hand
- get one's hands on
- give/lend a helping hand
- hand down
- hand in
- hand in hand
- hand on
- hand out
- hand-out
- handout
- hand over
- hand over fist
- hands down
- hands off!
- hands-on
- hands up!
- hand to hand
- have a hand in something
- have a hand in
- have/get/gain the upper hand
- hold hands with someone
- hold hands
- in good hands
- in hand
- in the hands of
- keep one's hand in
- off one's hands
- on hand
- on the one hand... on the other hand
-... on the other hand
- out of hand
- shake hands with someone / shake someone's hand
- shake hands with / shake someone's hand
- a show of hands
- take in hand
- to hand -
14 in attendance
(in the position of helping or serving: There was no doctor in attendance at the road accident.) παρών (για παροχή βοήθειας ή υπηρεσιών) -
15 аптека
-и θ.φαρμακείο. || τα φάρμακα πρώτης βοήθειας.εκφρ.как в -е – ακριβέστατα (όπως στη ζυγαριά του φαρμακείου). -
16 вспоможение
-я ουδ. παλ.1. παροχή βοήθειας (κυρίως χρηματική).2. το βοήθημα. -
17 выручить
-чу, -чишь, ρ.σ.μ.1. παλ. ελευθερώνω, παίρνω με εγγύηση.2. βγάζω από δύσκολη κατάσταση, δίνω χείρα βοηθείας.3. κερδίζω, βγάζω με το εμπόριο.1. βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.2. αμείβομαι, παίρνω ως αμοιβή. -
18 нуждаться
-йюсь, -аешьсяρ.δ. έχω ανάγκη., χρειάζομαι, δέομαι•нуждаться в деньгах έχω ανάγκη από χρήματα — в помощь έχω ανάγκη βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια•
больной -ется в свежем воздухе ο άρρωστος χρειάζεται καθαρό αέρα•
он во всм -ется αυτός δεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος•
нуждаться в отдых έχω ανάγκη ανάπαυσης.
-
19 оказание
-я ουδ.παροχή• προβολή•оказание помощи παροχή βοήθειας•
оказание сопротивления προβολή αντ ίστασης.
-
20 подать
подать 1-и θ. παλ. φόρος ατομικός.подать 2ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.1. δίνω, προσφέρω•подать стул προσφέρω κάθισμα•
подать руку δίνω το χέρι.
|| (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.2. προσφέρω, σερβίρω•подать ужин σερβίρω το δείπνο•
подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.
3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.
4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.5. υποβάλλω•подать заявление υποβάλλω αίτηση•
рапорт υποβάλλω αναφορά•
подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.
6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.
7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•подать совет συμβουλεύω•
подать милости ελεώ.
9. παρασταίνω, απεικονίζω•автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.
εκφρ.подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•подать пример – δίνω το παράδειγμα•подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.
|| μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βοηθείας, παράλειψη — Το άρθρο 288 § 2 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα χαρακτηρίζει ως «παράλειψη οφειλομένης βοηθείας» τη μη παροχή συνδρομής σε περιπτώσεις δυστυχήματος ή κοινού κινδύνου ή κοινής ανάγκης και την τιμωρεί με φυλάκιση μέχρι και έξι μηνών. Προϋπόθεση του… … Dictionary of Greek
βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΟΟΣΑ — Αρχικά του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης που δημιουργήθηκε από τα κράτη της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Διεθνώς αναφέρεται ως O.E.C.D., από τον αγγλικό τίτλο Organization for Economic Cooperation and Development ή … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
ακτοφυλακή — Σύνολο μονάδων και υπηρεσιών, κατά κύριο λόγο ναυτικών, στις οποίες ορισμένα κράτη έχουν αναθέσει ποικίλα καθήκοντα, τα οποία πρέπει να εκτελούνται στις παράκτιες ζώνες και αφορούν την παροχή βοήθειας σε πλοία και αεροπλάνα, διάσωση ναυαγών,… … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… … Dictionary of Greek