-
1 βοδινός
[водинос] ουσ. о. бычий, говяжий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βοδινός
-
2 бычачий
-ья, -ье, επ.βοδινός, βοιδίσιος, βόειος•бычачий желудок βοδινός στόμαχος.
-
3 воловий
ья, -ье, επ.1. βοδινός• του βοδιού•-ье стадо κοπάδι βοδιών.
2. μτφ. πολύ δυνατός, γερός•-ье здоровье σιδερένια υγεία•
-ьи нервы γερά νεύρα.
εκφρ.- ьи глаза – μάτια σαν του βοδιού (χαύνα κ. εξέχοντα)" -ья шея κοντός και γερός λαιμός (σαν του βοδιού). -
4 говяжий
-ья, -ьв, επ. γελαδινός, βοδινός•-ье мясо βοδινό κρέας.
-
5 фарш
-а α.1. ο κιμάς•говяжий фарш βοδινός κιμάς.
2. παραγέμισμα•колбса с чесночным -ем σαλάμι με τριμμένο σκόρδο.
См. также в других словарях:
βοδινός — ή, ό και βοϊδινός, ή, ό και βοϊδήσιος, α, ο 1. αυτός που ανήκει στο βόδι ή έχει σχέση μ αυτό 2. το ουδ. ως ουσ. το βοδινό το κρέας του βοδιού … Dictionary of Greek
βοδινός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο βόδι ή προέρχεται από αυτό: Το βοδινό κρέας είναι πολύ δημοφιλές σε ορισμένα μέρη. 2. το ουδ. ως ουσ., βοδινό κρέας του βοδιού: Ο γιατρός τού συνέστησε να τρώει μόνο βοδινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοϊδίσιος, -ια, -ιο — βοδινός: Η βοϊδίσια γλώσσα είναι περίφημος μεζές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
βοϊδήσιος — α, ο βλ. βοδινός … Dictionary of Greek
βόειος — α, ο (AM βόειος, α, ον) [βους] ο βοδινός αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. βοείη ή βοέη δέρμα βοδιού, ασπίδα από δέρμα βοδιού 2. «βόεια ρήματα» περήφανα, μεγάλα λόγια … Dictionary of Greek
ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ … Dictionary of Greek
βοϊδινός — ή, ό βλ. βοδινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)