-
1 βογγητό
[вонгито] ουσ. о. стон, вздох, рёв.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βογγητό
-
2 стон
стонш τό βογγητό, ὁ βαρύς στεναγμός. -
3 кряхтенье
-я ουδ.βόγγισμα, βογγητό, ξεφώνισμα. -
4 оханье
-я ουδ.φώνασμα ωχ!, βογγητό. -
5 стон
-а α.1. στόνος, στεναγμός, στέναγμα. || γογγυσμός, γόγγυσμα, βόγγος, βογγητό,2. μτφ. παράπονο πικρό.εκφρ.стон стоит ή идёт – α) γίνεται θρήνος, κλαυθμός. β) γίνεται μεγάλος θόρυβος, οχλαβοή, σαματάς, χάβρα.
См. также в других словарях:
βογγητό — και βογγητιό, το 1. άναρθρη φωνή που προέρχεται από σωματικό ή ψυχικό πόνο, βαριαναστέναγμα, μούγγρισμα 2. υπόκωφη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγητό < (ρ.) βογγώ ή < γογγητό, ουδ. του επιθ. γογγητός < γογγώ < γογγύζω, ο δε τ. βογγητιό <… … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
βόγγημα — το [βογγώ] το βογγητό … Dictionary of Greek
βόγγος — ο [βογγώ] 1. το βογγητό 2. βοή, υπόκωφος ήχος … Dictionary of Greek
γογγυσμός — ο (AM γογγυσμός) [γογγύζω] 1. βογγητό 2. παράπονο, γκρίνια … Dictionary of Greek
γογγυτό — το το βογγητό … Dictionary of Greek
επίμυξις — ἐπίμυξις, ἡ (Α) στεναγμός, βογγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
μουγκάλισμα — το [μουγκαλίζω] μούγκρισμα, βογγητό … Dictionary of Greek
μουγκαλισματιά — η 1. (για ζώα) μουγκρητό, μυκηθμός 2. (για ανθρώπους) δυνατό βογγητό πόνου, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκάλισμα, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. καψιματ ιά, λαβωματ ιά)] … Dictionary of Greek
μούγκισμα — μούγκισμα, τὸ (Μ) [μουγκίζω] 1. (για ζώα) μυκηθμός 2. μτφ. (για πρόσωπα) οιμωγή, βογγητό … Dictionary of Greek
μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… … Dictionary of Greek