Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βλέπω

См. также в других словарях:

  • βλέπω — see pres subj act 1st sg βλέπω see pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέπω — βλέπω, είδα βλ. πίν. 110 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — είδα (να δω, δες και ιδές), ειδώθηκα, ιδωμένος 1. παρατηρώ, κοιτάζω: Βλέπω ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Τώρα βλέπω πόσο δίκιο είχε. 3. προσέχω, φυλάγω: Να βλέπεις το παιδί,ώσπου να γυρίσουμε. 4. είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλέπω — βλέπω* …   Dictionary of Greek

  • βλέπον — βλέπω see pres part act masc voc sg βλέπω see pres part act neut nom/voc/acc sg βλέπω see imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βλέπω see imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέπετε — βλέπω see pres imperat act 2nd pl βλέπω see pres ind act 2nd pl βλέπω see imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέπῃ — βλέπω see pres subj mp 2nd sg βλέπω see pres ind mp 2nd sg βλέπω see pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέψαι — βλέπω see aor imperat mid 2nd sg βλέπω see aor inf act βλέψαῑ , βλέπω see aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέψῃ — βλέπω see aor subj mid 2nd sg βλέπω see aor subj act 3rd sg βλέπω see fut ind mid 2nd sg βλέψηι , βλέψις act of sight fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελοβλέπω — βλέπω τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βλέπω. ΠΑΡ. αγγελοβλεπούσα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»