-
1 βλαβερός
[влавэрос] εκ. вредный, пагубный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βλαβερός
-
2 вредный
вредный βλαβερός, κακός επικίνδυνος (опасный) \вредныйая привычка η κακή συνήθεια \вредный для здоровья ανθυγιεινός* * *βλαβερός, κακός; επικίνδυνος ( опасный)вре́дная привы́чка — η κακή συνήθεια
вре́дный для здоро́вья — ανθυγιεινός
-
3 вредный
1. (причиняющий вред) βλαβερός, επιβλαβής 2. (об условиях работы) ανθυγιεινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вредный
-
4 вредный
вредн||ыйприл βλαβερός, ἐπιβλαβής, κακός/ νοσηρός, ἀνθυγιεινός (для здоровья)/ ἐπικίνδυνος (о человеке):\вредныйая привычка ἡ κακή συνήθεια· \вредныйое производство ἡ ἀνθυγιεινή δουλειά. -
5 вредительский
επ.επιζήμιος, βλαβερός, σαμ-ποταρίστικός•-ие группы σαμποταριστικές ομάδες•
-ое действие σαμποταριστική δράση.
-
6 вредно
1. επίρ. βλαβερά, επιβλαβώς, επιζήμια.2. ως κατηγ. βλάπτω, είμαι βλαβερός•курить вредно το κάπνισμα είναι βλαβερό.
-
7 вредный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος•-ая книга βλαβερό βιβλίο.
|| ανθυγιεινός•-ые условия жизни ανθυγιεινές συνθήκες ζωής.
|| κακός•вредный пример κακό παράδειγμα•
-ая привычка κακή συνήθεια.
-
8 зараза
-ы θ.1. μόλυνση, μίανση.2. μτφ. μίανση, διάδοση ανεπιθύμητων ιδεών.3. μτφ. μίασμα (βρωμερός, βλαβερός άνθρωπος). -
9 злотворный
επ., βρ: -рен, -рна, -о παλ.επιβλαβής, βλαβερός, κακοποιός. -
10 крестоносец
-сца α.1. παλ. σταυροφόρος.2. είδος κανθάρου (βλαβερός στα δημητριακά). -
11 небезвредный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно; επιβλαβής, βλαβερός. -
12 небезобидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. προσβλητικός εν μέρει.2. αρκετά προσβλητικός.3. επιβλαβής, βλαβερός, επικίνδυνος. -
13 небезопасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно, επισφαλής, επικίνδυνος, όχι ακίνδυνος. || επιβλαβής, βλαβερός. -
14 нездоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о.1. αδιάθετος• άρρωστος, ασθενής•я -ов είμαι άρρωστος.
|| ασθενικός, αρρωστιάρ ικος•нездоровый вид αρρωστιάρικη όψη.
2. βλαβερός στην υγεία, ανθυγιεινός, νοσηρός•-ая пища βλαβερή τροφή•
-ая местность ανθυγιεινό μέρος•
нездоровый климат νοσηρό κλίμα.
3. μτφ. νοσηρός ηθικά•-ая обстановка νοσηρό περιβάλλον.
-
15 нейтральный
επ., βρ: -лен -льна, -льно;1. ουδέτερος•-ая страна ουδέτερη χώρα•
-ое государство ουδέτερο κράτος•
нейтральный наблюдатель ουδέτερος παρατηρητής•
нейтральный человек ουδέτερος άνθρωπος•
-ое поведение ουδέτερη στάση.
2. ούτε βλαβερός, ούτε ωφέλιμος.3. (χημ.) που δεν ανήκει στα οξέα, ούτε και στα αλκάλεια•нейтральный раствор ουδέτερο διάλυμα.
-
16 тлетворный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. φθοροποιός, καταστροφικός, ολέθριος.2. μτφ. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος. -
17 шкодливый
επ., βρ: -лив, -а, -о (απλ.).1. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος.2. άτακτος-ζημιάρης.
См. также в других словарях:
βλαβερός — harmful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερός — ή, ό (AM βλαβερός, ά, όν) όποιος επιφέρει βλάβη, επιζήμιος νεοελλ. 1. επικίνδυνος 2. πληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη (πρβλ. δολερός < δόλος, δροσερός < δρόσος, θλιβερός < θλιβή, κρατερός < κράτος, φθονερός < φθόνος, φοβερός <… … Dictionary of Greek
βλαβερός — ή, ό αυτός που προκαλεί βλάβη, ο επιζήμιος, ο επιβλαβής: Οι βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος είναι πλέον γνωστές σε όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαβερά — βλαβερός harmful neut nom/voc/acc pl βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc/acc dual βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερώτερον — βλαβερός harmful adverbial comp βλαβερός harmful masc acc comp sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερωτάτων — βλαβερός harmful fem gen superl pl βλαβερός harmful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερῶν — βλαβερός harmful fem gen pl βλαβερός harmful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερόν — βλαβερός harmful masc acc sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερώτατα — βλαβερός harmful adverbial superl βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερώτατον — βλαβερός harmful masc acc superl sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιός, -ός, -ό — βλαβερός, επιζήμιος, κακούργος: Πρέπει να ξεκαθαρίσει ο τόπος από τους κακοποιούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)