Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βλάχικος

См. также в других словарях:

  • βλάχικος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 40 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπερχειάδος. * * * η, ο 1. ο σχετικός με τη Βλαχία και τους Βλάχους 2. ο σχετικός με τους βλάχους, τους χωρικούς 3. άξεστος, άκομψος 4. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • βλάχικος — η, ο επίρρ. βλάχικα 1. αυτός που ταιριάζει σε βλάχο ή αναφέρεται σε βλάχο: Είχε βλάχικη προφορά. 2. άξεστος, χοντροειδής, αγροίκος: Το βλάχικο φέρσιμό του μ’ ενοχλεί. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βλάχικα η γλώσσα και η φορεσιά του βλάχου, του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… …   Dictionary of Greek

  • φολκλορισμός — ο, Ν η αναβίωση μορφών τού παραδοσιακού λαϊκού βίου και πολιτισμού, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται πλέον κατά τρόπο οργανικό και ζωτικό στις ανάγκες τής σύγχρονης ζωής, ασκούν όμως γοητεία στις σύγχρονες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι λ.χ. ο… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Πουγκάκια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 4 μικρότεροι οικισμοί, ο Βλάχικος (υψόμ. 1.060 μ.), τα Κέδρα (υψόμ. 940 μ.), τα Μαστοραίικα (υψόμ 940 μ.) και το Νεοχώρι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»