Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

βιωτός

  • 1 Living

    adj.
    P. and V. ζῶν, ἔμψυχος.
    Breathing: P. and V. ἔμπνους, use also V. βλέπων φάος, ὁρῶν.
    ——————
    subs.
    Means of support: P. and V. βίος, ὁ, Ar. and V. βίοτος, ὁ.
    Make a living, v.: P. βιοτεύειν, Ar. and P. ζῆν, P. and V. διαζῆν, V. συλλέγειν βίον.
    Worth living, adj.: Ar. and P. βιωτός, V. βιώσιμος.
    Life is not worth living: P. and V. βίωτόν (ἐστι), Ar. and P. οὐ βιωτόν ἐστι.
    How is life worth living: V. τί μοι βιώσιμον.
    Or else he says life is not worth living: Ar. ἤ φησιν οὐ βιωτὸν αὑτῷ τὸν βίον (Pl. 197).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Living

См. также в других словарях:

  • βιωτός — βιωτός, ή, όν (Α) αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) τού αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος] …   Dictionary of Greek

  • βιωτός — to be lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωτόν — βιωτός to be lived masc/fem acc sg βιωτός to be lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] …   Dictionary of Greek

  • κακοβίωτος — κακοβίωτος, ον (Α) αβίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βιωτος (< βιῶ), πρβλ. αξιο βίωτος] …   Dictionary of Greek

  • αποχειρόβιος — ἀποχειρόβιος κ. βίωτος, ον (Α) αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής …   Dictionary of Greek

  • βιωτικός — ή, όν (Α) [βιωτός] βιοτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»